Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Οι θεατρικές συντροφιές έρχονται από πολύ μακριά.



Το θέατρο της περιπλάνησης : 
Μορφή και ουσία του θεάτρου. -



Από τα βάθη των αιώνων. Η πρώτη μορφή του θεάτρου ήταν αυτή. Μια συντροφιά θεατρίνων που περιόδευε. Πήγαινε από τόπο σε τόπο κι έπαιζε τα έργα που άρεσαν στον κόσμο. Ύμνους στους θεούς. Κι ύστερα ιστορίες ακόμα πιο παλιές από κείνους τους καιρούς, ιστορίες δραματικές η κωμικές, ανδραγαθήματα ηρώων η αστεία παθήματα, σκληρές τιμωρίες των θεών σε πράξεις βλάσφημες. Έτσι οι άνθρωποι γελούσαν, δοξολογούσαν τους θεούς και μάθαιναν τι είχε γίνει πριν απ’ αυτούς, ποιο ήταν το σωστό και το δίκαιο, ποιοι ήταν δηλαδή οι θεϊκοί και οι ηθικοί νόμοι.
Όλα αυτά τα εξιστορούσαν τραγουδιστά η μισοτραγουδιστά οι ραψωδοί ή αοιδοί  που γυρνούσαν από τόπο σε τόπο δοξολογώντας θεούς και ήρωες και ιστορούσαν τους βίους και τα θαύματα τους. Άφηγούνταν τις μεγάλες πολυκύμαντες ιστορίες τους ποιητικά, τα έπη δηλαδή κι άλλοι τα έψελναν σαν ύμνους, στην αρχή ένας αλλά και  ανά δυο και τρεις, πότε πέντε και πιο πολλοί, συντροφιές ολόκληρες που περιόδευαν από μέρος σε μέρος από τρίστρατο σε χωριό, σε πόλη η σε παλάτια αρχόντων.



Πότε ξεκίνησαν αυτοί οι στρατοκόποι θεατρίνοι δεν το ξέρουμε αλλά σίγουρα τον 5ο αιώνα π. Χ. και στον 4ο, στα εκατό και παραπάνω  χρόνια της ακμής της τραγωδίας και της κωμωδίας η περιοδεύουσα μορφή του θεάτρου περιορίστηκε. Οι θεατρικές γιορτές γίνονταν μέσα στις πόλεις και φτιάχτηκαν ειδικά θέατρα για σταθερές θεατρικές κομπανίες. Έτσι από το χρυσό αιώνα τα μπουλούκια δεν είναι η κυρίαρχη μορφή του θεάτρου. Αμέσως όμως μετά από τους ελληνιστικούς χρόνους και ύστερα παίρνουνε πάλι τη στράτα της περιπλάνησης. 


 Το μπουλούκι του Χρέλια περνάει βουνά και λαγκάδια για να πάει απ' το ένα χωρίο στο άλλο. Ο θιασάρχης λίγο πιο πίσω καβάλα στο γαϊδούρι. Οι ηθοποιοί του θιάσου εναλλάσσονταν στη διάρκεια της διαδρομής στα ζώα που τους μετέφεραν


Από τον 3ο π.Χ. αιώνα οι θίασοι των μίμων πήραν τις στράτες βαδίζοντας στα ίδια μονοπάτια που περπάτησαν παλαιότερα οι ομότεχνοι τους, οι Αυτοκάβδαλοι και Δεικιλιστές, και παράλληλα οι αοιδοί, ραψωδοί και τόσοι άλλοι, με ονόματα, σχήματα και χαρακτηριστικά που άλλαζαν στο πέρασμα των αιώνων, πορεύονταν πάνω στα παλιά αχνάρια παριστάνοντας, αφηγούμενοι και τραγουδώντας όπως άρχισαν από τον όγδοο π. Χ. αιώνα, από την εποχή των πρώτων δωρικών πολιτειών.




Πάνω στα ίδια βήματα κρατήθηκε στα κατοπινά χρόνια το θέατρο. Δεν πέθανε, όπως πίστευαν οι πιο πολλοί ως τώρα κι ούτε ξαναγεννήθηκε ξαφνικά λίγους αιώνες πριν από μας απ’ τη στάχτη του όπως το μυθολογικό πουλί. Νεώτερες απόψεις που στηρίχθηκαν σε πηγές που βρέθηκαν στο μεταξύ, αλλά και σε καλύτερες εκτιμήσεις των όσων υπήρχαν μας βεβαιώνουν σήμερα πως το θέατρο ποτέ δεν σταμάτησε. «Όταν πέθανε ο τελευταίος Μένανδρος – γράφει ο Αλέξης Σολομός στο βιβλίο του «Άγιος Βάκχος» – και πριν γεννηθεί ο πρώτος Χορτάτσης, γιατί η Νέα Κωμωδία και το Κρητικό δράμα είναι ορόσημα της άγνωστης θεατρικής μας ιστορίας, ο κισσοχαίτης Διόνυσος έμεινε πεισματικά κοντά μας για  δέχεται κρυφές και φανερές θυσίες. Και για δεκαεφτάμιση τουλάχιστον από τους δεκαεννιά αυτούς άγνωστους αιώνες, το ελληνικό θέατρο συνέχισε την πορεία του».  Η ασταμάτητη διαδρομή του θεάτρου μέσα στην ιστορία ήταν στην κυριολεξία μια δ ι α δ ρ ο μ ή. Ήταν δηλαδή ένα περπάτημα των θεατρίνων, μια αδιάκοπη μετακίνηση των θιάσων από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Κι όσο βάδιζε πάνω στα κακοτράχαλα μονοπάτια η σε καλοστρωμένες ρωμαϊκές λεωφόρους όλο και άλλαζε όνομα, μορφή , έργα….
 Ένα απόμεινε αναλλοίωτο όλα αυτά τα χρόνια: ο νομαδικός του χαρακτήρας. Ποτέ δε ρίζωσε στις πόλεις, ποτέ η τέχνη δεν πήρε ακαδημαϊκό χαρακτήρα, απόμεινε πάντα τυχάρπαστο, αυτοδίδακτο, αυτοσχεδιαστικό, περιθωριακό. Ήτανε πάντα του μπουλούκι. Γράφει ο Αλέξης Σολομός στο βιβλίο του που αναφέραμε παραπάνω : « Η θεατρική τέχνη, σε κάθε λογής εκδήλωση της, συνεχίζεται αδιάκοπα. Το θέατρο μεταφέρει τα τσαντήρια του και τα παιχνίδια του από της δωρικές πολιτείες της αρχαίας Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη των τελευταίων Παλαιολόγων αφού πρώτα θρέψει με την ζωντανή του παράδοση της χώρες της Ανατολής και σ’ αντανάκλαση της Δύσης». Το θέατρο λοιπόν γεννήθηκε με τη μορφή του μπουλουκιού και μ’ αυτήν επιβίωσε στα τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του. Μπουλούκι για πάντα.



Το θέατρο σαν κατάλοιπο των πανάρχαιων ιεροπραξιών προϋποθέτει την ανάγκη από ένα εκκλησίασμα αγνό, αυθόρμητο και παράλληλα μια κοινή πίστη, μια συνταύτιση. Μια τέτοια συγκίνηση, μια διέγερση καταλαμβάνει το κοινό από τη στιγμή που ο θίασος φτάνει στην περιοχή που θα παραστήσει. Η προετοιμασία της παράστασης, το στήσιμο του παταριού και της σκηνής, οι ηθοποιοί που πηγαινοέρχονται, τα κοστούμια η οι μάσκες που περιφέρονται και δοκιμάζονται μπροστά στους θεατές όλα αυτά τα τελετουργικά κορυφώνουν την προσμονή της ιερής μέθεξης που μέλλεται να επακολουθήσει σαν η ολοκλήρωση της μαγικής μετάβασης από το πραγματικό στο ψευδές, στο πεποιημένο, στο «άλλο». Αυτή η προετοιμασία του κοινού με την προσμονή του θαύματος πετυχαινόταν απόλυτα με τους περιοδεύοντες θιάσους με φανερή όλη την διαδικασία της προετοιμασίας της ιεροπραξίας που θα ακολουθούσε. Σκύβουμε και πάλι στις σελίδες του «’Αγιου Βάκχου». « Η έννοια του επαγγελματικού χώρου, που κάθε βράδυ, την ίδια ώρα,  στεγάζει ένα σύνολο από άσχετους ανάμεσα τους θεατές, για να τους ξαποστείλει κατόπι, ήσυχα και φρόνιμα στα σπίτια τους, είναι μια στεγνή και πολύ σύγχρονη έννοια θεάτρου. Αποκλείει το στοιχείο της ιεροτελεστίας και την ψυχική συμμετοχή του κοινού στο θέαμα, που είναι δυο βασικές προϋποθέσεις της θεατρικής τέχνης.

Παράσταση με τον "Αγαπητικό της Βοσκοπούλας" σε καφενείο κάποιου χωριού από το μπουλούκι του Δανίκα


Το μπουλούκι λοιπόν, δηλαδή ο θίασος που περιοδεύει, δεν είναι μόνο η γνήσια μορφή του θεάτρου μας επειδή μ’ αυτή γεννήθηκε και μ’ αυτή διέσχισε την ιστορία, αλλά κυρίως γιατί πετυχαίνει την μέθεξη των θεατών με τον πιο πλήρη και απόλυτο τρόπο. Άραγε τα δικά μας μπουλούκια, αυτά που απασχολούν τούτο το σημείωμα, έφταναν με το κοινό τους σ’ αυτό το θεατρικό οργασμό που εμείς, οι σημερινοί ερευνητές του φαινομένου υποθέτουμε;

Γιώργος Χατζηδάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια: