Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Κοντά στην «Πεμπτουσία του Ιψενισμού»



Ερρίκου Ιψεν : «Έντα Γκάμπλερ»                                                                Θέατρο Δωματίου - Μπάγκειον


Η αυτής εξοχότητα η Δραματουργία στροβιλιζόμενη στο μεγάλες σάλες των αιώνων στην αγκαλιά των εκλεκτών της φτάνει ως την ηλεκτροφωτισμένη αίθουσα των δυο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Με μια εντυπωσιακή φούρλα ξεκόβει απ’ τις ρομαντικές αγκάλες του Σκριμπ, του Ντ΄Ενερύ, του Ντυκάνς και του Δουμά και παρατηρώντας ασκαρδαμυκτί τον Σιγισμούνδο που κάθεται σιωπηλός και σύννους σε μια γωνιά, ρίχνεται ασυγκράτητη στην αγκαλιά του πρόθυμου Νορβηγού που την περιμένει πρώτος, ενώ με αδημονία κοιτάζουν στα καρνέ τη σειρά τους ο Τσέχωφ, ο Γκόρκυ, ο Χόφμανσταλ, ο Στρίνπεργκ, ο Μπέρναρ Σω και ο Ζολά για να την οδηγήσουν σε μια νέα εποχή. Αυτό σε θεατρική μορφή είναι το πέρασμα του θεάτρου απ’ τον ανώδυνο και αμέριμνο ρομαντισμό στον ανήσυχο, προβληματισμένο ρεαλισμό. Από κει και πέρα το θέατρο μας, ξεκόβοντας από τις Φαιδώρες και τις Αδριανές, τις Φρου Φρου, και τις Μαργαρίτες, τις Οτερό και τις άλλες  καρτουναρισμένες κοκέτες των βουλεβάρτων, των πληκτικών διαστημάτων και των μακρόσυρτων ειδυλλίων περνάει στην πραγματικότητα των αληθινών ανθρώπων φέρνοντας τα κοινωνικά φαινόμενα σε κοινή θέα, ψαύοντας τις δομές των συστημάτων, καταβαίνοντας στα ψυχικά υποστρώματα εκεί όπου δουλεύουν τα ελατήρια των παθών, και  φωτίζοντας τις σκιασμένες απόκρυφες κώχες των σχέσεων των δυο φύλων, τα απωθημένα των έλξεων, τις συγκρούσεις των επιδιώξεων.



Ο Ερρίκος Ιψεν είναι ο μπροστάρης, ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής. Αυτός πρώτος έριξε τη ματιά του στην κοινωνία του, στους ανθρώπους και στα πάθη τους, στις σχέσεις, στις προλήψεις, στην υποκρισία, στην καταπίεση, στην απώθηση των παρορμήσεων, στην κατάπνιξη των ορμέμφυτων. Αυτός επηρέασε όλο το δυτικό θέατρο, αναμοχλεύοντας αρχές, πρακτικές και εφαρμογές στην σκηνική πράξη. Αυτός και οι συν αυτώ, -  αυτούς που αναφέρω παραπάνω,-  ενέπνευσαν τεχνοτροπίες και οδήγησαν το θέατρο σ’ αυτό που είναι σήμερα. Όλοι οι δραματουργοί Ευρώπης και Αμερικής έχουν μέσα τους εν σπέρματι τους οκτώ η δέκα μεγάλους, τους προφήτες αυτούς του νέου θεάτρου, αυτούς που αφομοίωσαν την βιομηχανική επανάσταση, τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού, την ψυχανάλυση και τα μεγάλα κοινωνικά επαναστατημένα τσουνάμια όσα εκδηλώθηκαν στα τέλη του 19ου κι όσα ξέσπασαν στις ακτές του 20ου. Ποια είναι αυτά που κατά τη γνώμη μου κάνουν αυτούς τους πρωτοπόρους να ξεχωρίζουν, ποια είναι τα χαρακτηριστικά που εγώ διακρίνω σ’ αυτούς και στον Ιψεν ιδιαίτερα; Πρώτον πως γράφουν για συγκεκριμένους σκηνοθέτες, συγκεκριμένους πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες και για συγκεκριμένα μεγάλα θεατρικά ιδρύματα - κρατικά θέατρα, που να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις παραγωγές και διανομές απαιτήσεων.


Το άλλο χαρακτηριστικό που προσωπικά συμπεραίνω είναι το δίδαγμα που μας μεταβιβάζουν. Προσαρμόζοντας το θέατρο – και ο Ίψεν ιδιαίτερα - στους ρυθμούς και στις προσλαμβάνουσες της εποχής του, εγκαταλείποντας και καταργώντας  τις ανούσιες σχοινοτενείς μακρηγορίες των ρομαντικών ηρώων, μας διαβιβάζουν ένα διαχρονικό δικαίωμα, να αναπροσαρμόζουμε και εμείς κατά το δοκούν στα δεδομένα ήθη της εποχής μας τα μηνύματα και τους να  συντονίζουμε τα έργα τους ανάλογα στους ρυθμούς και χρόνους μας
Η Έντα Γκάμπλερ έχει όλα τα γνωρίσματα μιας σύγχρονης τραγωδίας. Σ’ αυτό το έργο, μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα, θελκτική, κυριαρχική και μοιραία, ο μεγάλος Νορβηγός έχει συνοψίσει τις παρατηρήσεις του για μια σειρά από τις καινούργιες αναλογίες, ισορροπίες, δικαιώματα και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν την πιο ξεχωριστή απ’ όλες τις ηρωίδες  των έργων του. Μια γυναίκα με ασυμβίβαστη συμπεριφορά και στάση, με αντρικά χαρακτηριστικά στην κοινωνική της εικόνα, που σαρώνει τις συμβάσεις με περιφρόνηση και ανδρεία αλλά και που στο τέλος συγκρούεται με το ερωτικό πάθος και συντρίβεται. Όλα τα άλλα πρόσωπα του έργου, καίριοι ρόλοι ασφαλώς και με τις ιδιαιτερότητες του ο καθένας, είναι κατά τη γνώμη μου τα πιόνια του ζατρικίου για να στηθεί η τραγωδία της Έντας. Οι στήμονες για να υφανθούν τα επεισόδια που θα οδηγήσουν στην πτώση της κατακτητικής κόρης του στρατηγού, μιας γυναίκας  που περιφρονεί τα εσκαμμένα. Στην πραγματικότητα με την τραγωδία του αυτή ο Ίψεν δοκιμάζει το απώτατο της δραματουργικής του τόλμης. Φτάνει στο όριο και το προκαλεί. Όπως και να ‘χει η ηρωίδα του είναι μοναδική όχι μόνο στο δικό του ρεπερτόριο αλλά και σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα.


Δεν μας ενδιαφέρει σήμερα ποιοι ήταν αυτοί που στο πρώτο ανέβασμα του έργου είχαν την προτίμηση του συγγραφέα. Αυτά τα στοιχεία, όπως και η υπόθεση του έργου  βρίσκονται προσιτά στις εγκυκλοπαίδειες και στα σχετικά site. Επικεντρωμένοι στην πρόσφατη τελευταία απόπειρα ανεβάσματος του έργου του ο συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, στις ερμηνείες των ρόλων, και κυρίως στην ενσάρκωση της τραγικής του ηρωίδας θα ήταν ικανοποιημένος. Το «Θέατρο Δωματίου» που αναλαμβάνοντας την ευθύνη της παραγωγής της Εντα Γκάμπλερ, εξασφάλισε έναν χώρο αξιοπρεπή, ταιριαστά εγκλιματισμένο, σε αρμονική περιβαλλοντική ατμόσφαιρα, σκηνοθετήθηκε μα σεβασμό στην ακεραιότητα του κειμένου, δεν το ανασκολόπισε με τα βαρβαρικά προσχήματα του δόγματος και των αιρέσεων του μεταμοντέρνου, επέλεξε ηθοποιούς επαρκείς για την διεκπεραίωση των ρόλων και  πειστικά πειθαρχημένων στις νεωτερικές εκδοχές των απόψεων που βουλήθηκε να επιφέρει  και το κυριότερο το σχήμα διέθετε μια ηθοποιό που αποδείχθηκε ιδανική για το πρόσωπο της ηρωίδας. Αλλά ας δούμε αναλυτικότερα τις εντυπώσεις από την παράσταση που παρακολουθήσαμε.


      Είναι προνόμιο για έναν κριτικό να διαθέτει ένα  μπακράουντ μιας τριακονταετίας  τουλάχιστον για να έχει την συγκριτική δυνατότητα  άλλων προγενέστερων παραστάσεων του ίδιου έργου και του ίδιου ρόλου, αλλά και την πορεία του συγκεκριμένου σχήματος, της ίδιας σκηνοθέτιδας και την εξέλιξη της ηθοποιού, τα στάδια ωρίμανσης, τα επίπεδα της δοκιμασίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά σ’ έναν κριτικό μια σκηνοθέτης σε νηφάλια κατάσταση, με κρίση ισορροπημένη και αδιατάρακτη, θα πρέπει να την εύχεται και όχι να την αφορίζει. Εν προκειμένω ο υπογραφόμενος έχοντας παρακολουθήσει το «Θέατρο Δωματίου» από την «Μήδεια» του 1997 και ενδιάμεσα το «Ναι» της Καραπάνου το 2004 σκηνοθετημένα από την Άντζελα Μπρούσκου δεν θα είχα σήμερα την δυνατότητα να αντιλαμβάνομαι και να εκτιμώ ανάλογα τα σκηνοθετικά της ευρήματα, να αξιολογώ τις εμπνεύσεις της και να αναγνωρίζω κάποια χαρακτηριστικά εξελιγμένα η όχι. Ιδού ένα απόσπασμα από την κριτική μου της παράστασης εκείνης.


       «Η Άντζελα Μπρούσκου προσάρμοσε την αφηγηματική τεχνική που μεταχειρίσθηκε στη «Μήδεια» και τα παρόμοια παραστασιακά στοιχεία. Η συσσώρευση καρεκλών και σακουλών , οι μεταφορές τους, οι αναστοιβάξεις τους σε νέους σχηματισμούς χρησιμοποιήθηκαν τώρα για να υποβάλουν ένα διαταραγμένο ψυχικό τοπίο. Το πλαστικό υλικό προκαλεί μια αίσθηση αποξενωτική, παγερή,  χημική, εφιαλτική και μ’ όλα αυτά σημειολογικά παραπέμπει στην εποχή μας. Συμβολικά στον κόσμο του παρά φύσιν. Στην άρνηση του παραδοσιακού, της δοκιμασμένου φυσικού υλικού. Στη απόκλιση. Ο εφιάλτης με τις σιαμαίες εμπνέει τη σκηνοθεσία προς τον υπαινιγμό της διπλής προσωπικότητας σε κοινή εμπειρία. Δυο ηθοποιοί μοιράζονται τον αυτοπρόσωπο ρόλο πότε σε διπλοτυπία κι άλλοτε συμπληρωματικά η μια της άλλης. Εδώ σημειώνουμε την  ιδιοφυΐα της σκηνοθεσίας  και την κύρια αρετή της παράστασης. Μ’ αυτό το «κλειδί» η Μπρούσκου επιχειρεί πολλές εφαρμογές και παραλλαγές εφαρμογών, μεταθέσεις του προσώπου της ηρωίδας και εισάγει κι άλλα πρόσωπα στη δράση. Μοναδικό ψεγάδι της σκηνοθεσίας το μακροσκελές του αφηγήματος Ήταν απαραίτητη επέμβαση ώστε να μείνει πιο πυκνό το ουσιώδες».
      


      Τηρουμένων των αναλογιών αναγνωρίζουμε στην τωρινή παράσταση πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που διέκριναν την σκηνοθέτιδα της εποχής εκείνης. Εξ ίσου ευρηματική, εμπνευσμένη σε επιδεξιότητες και το σημαντικότερο στη διάπλαση του χαρακτήρα της Έντας, χαρακτήρα αποκλίνοντα ασφαλώς αλλά με τα δικά του χαρακτηριστικά, την υπεροψία, την εγωπάθεια, την σιγουριά της υπεροπλίας. Δίδαξε λεπτομέρειες, πρότεινε κινήσεις και ασφαλώς καθόρισε ένα πλαίσιο. Η εφαρμογή όμως όλων αυτών και ποιος ξέρει πόσων άλλων είναι ευδιάκριτο πως είναι εμπνεύσεις και αυτοσχεδιασμοί της Παρθενόπης Μπουζούρη. Ευφυές το εύρημα της αυτοκτονίας. Συνέπεια στο κείμενο αλλά η άποψη πως η Εντα Γκάμπλερ δεν πεθαίνει ποτέ και πολύ περισσότερο για μια ενοχή η για ένα ερωτικό πάθος. Το αλλόκοτο θηλυκό, το πότε αιλουροειδές πότε μεταφυσική παρουσία και  ξοανική ηγερία, πότε αμαζόνα και πότε μεγαλοαστή αντικομφορμίστρια, μια τραγική γυναικεία παρουσία με  υποκριτικό πλούτο, απότομες μετακινήσεις, απρόβλεπτες μεταπτώσεις όλα αυτά και τόσα άλλα αξιοθαύμαστα που μαγνητίζουν τα βλέμματα των θεατών, είναι δοσίματα αποκλειστικά της ηθοποιού. Αισθησιακή, προσφερόμενη  και απότομα απορριπτική. Την απολαμβάνεις. Δεν θα μπορούσε εύκολα ούτε ο σημερινός θεατής αλλά και ούτε ο συγγραφέας ο ίδιος να ελπίσει σε μια τόσο ιδανική Εντα Γάμπλερ από την Παρθενόπη Μπουζούρη.
       
Αναφέρθηκα παραπάνω για μηνύματα του συγγραφέα προς τους νεώτερους χρόνους.  Εφαρμόστε τα παραδείγματα μας απέναντι στους μα μακρόσυρτους ρομαντικούς και φέρτε τις διάρκειες και των δικών μας έργων στα δεδομένα της εποχής σας. Μην τους επιτρέπεται να πλατειάζουν. Σφίξτε και συμπυκνώστε. Βοηθείστε την παράσταση, τον ηθοποιό και τους θεατές. Αυτό στην  παράσταση του «Μπάγκειον» δε τηρήθηκε. Υπήρχαν συχνοί πλατειασμοί, που εξαντλούσαν τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις και πρόδιδαν τις αμηχανίες των συντελεστών. Συσφίξεις και περικοπές θα περιόριζαν τη διάρκεια της παράστασης κατά 20’ και θα αναδείκνυαν τα ουσιώδη του έργου.
       
       Στους άλλους ρόλους όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί του σχήματος αρίστευσαν. Η σκηνοθεσία επιχείρησε να υποδείξει μια υποκριτική ανάλογη με τον χαρακτήρα του ήρωα. Ενδιαφέρουσα πρόθεση αλλά δεν είμαι βέβαιος πρώτον αν λειτούργησε και δεύτερον αν ήταν εύληπτη και απαραίτητη. Η έμπνευση να δώσει στον Τέσμαν, Ανδρέα Κωνσταντίνου, χοροκινητικά στοιχεία ενός παιχνιδιάρη κλόουν, προφανώς για να υπονομευθεί αρσενικός ο ρόλος του συζύγου, αφέλειες που αδυνάτισαν την άποψη γιατί εκλήφθηκαν ως μανιέρα του συγκριμένου ηθοποιού. Όλοι οι άλλοι ηθοποιοί της διανομής σταθερά πάνω απ’ το μέσο όρο. Θερμή και εγκάρδια η παρουσία της Χριστίνας Παπαδοπούλου, αισθαντικό και άμεσο παίξιμο, ισορροπημένη αντίστιξη στην ηφαιστειώδη ιδιοσυγκρασία της Εντας. Στέρεη η ερμηνεία του Φιντέλ Ταλαμπούκη με έγκυρες γραμμές ο σχεδιασμός του δικαστή Μπρακ. Πειστική η μοιραία παρουσία του συγγραφέα Λέβμποργκ από τον εξαιρετικό Θάνο Παπακωνσταντίνου, λιτός, συγκρατημένος, φορέας του καταλυτικού ρόλου.  Το αίνιγμα της συνεχούς παρακολούθησης των έξω προσώπων ως σκιές καχυποψίας δεν μπόρεσα να το λύσω. Δυσκολεύομαι να αναφερθώ ονομαστικά στον καθένα απ’ τους άλλους ηθοποιούς επειδή δεν έχω πρόγραμμα με τις εικόνες καθενός ώστε να ξεχωρίζω ποιος είναι ποιος.

       Γιώργος Χατζηδάκης







1 σχόλιο:

cat^is^art είπε...

Τα ονόματα των ηθοποιών και των συντελεστών είναι τα εξής:

Η διανομή

Παρθενόπη Μπουζούρη – Hedda Gabler, Ανδρέας Κωνσταντίνου – Jürgen Tesman, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου – Tea Elvsted, Θάνος Παπακωνσταντίνου – Ejlert Lövborg, Φιντέλ Ταλαμπούκας – δικαστής Μπρακ, Ειρήνη Αϊβαλιώτου – Γιούλε Τέσμαν, Χριστίνα Παπαδοπούλου – Μπέρτα.

Οι συντελεστές

H μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα. Η σκηνοθεσία και η εικαστική άποψη ανήκουν στην Άντζελα Μπρούσκου. Η μουσική είναι της Nalyssa Green. Τους φωτισμούς επιμελείται ο Νίκος Βλασόπουλος. Βοηθός σκηνοθέτη είναι η Στέβη Κουτσοθανάση. Εκτέλεση παραγωγής: Constantly productions.