Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα;


Αναστασίας Παπαστάθη : Φαινόμενο Ρασομόν    Θέατρο Radar

Οι αντιφατικές μαρτυρίες γύρω από ένα περιστατικό, όσο κι αν είναι έντιμες και ειλικρινείς αποτελούν συχνό φαινόμενο και κοινό τόπο. Οι υποκειμενικές περιγραφές ενός γεγονότος είναι συνηθισμένο σύμπτωμα όχι μόνο στα σενάρια αστυνομικών υποθέσεων αλλά και στην τρέχουσα καθημερινή εμπειρία. Οι αφηγήσεις αυτοπτών είναι φυσικό να διαφέρουν ανάλογα με τη θέση απ’ την οποία παρακολούθησε το περιστατικό καθένας αλλά και από την ψυχολογία, την κουλτούρα, την εμπειρία με τις οποίες αντιλαμβάνονται τα συμβαίνοντα. Το ίδιο ισχύει και για την αντίληψη με την οποία βλέπουμε τους άλλους. Δεν είναι λίγα αυτά που συντελούν ώστε η αντικειμενικότητα και η αλήθεια να διαφοροποιούνται και να διασαλεύονται. Καθένας μας είναι προκατειλημμένος λίγο η πολύ, όχι μόνο από αίτια επίκτητα αλλά και από ιδιαιτερότητες οργανικές, όπως διαφορετικότητες των λειτουργιών της φυσιολογίας μας. Κάθε εξωτερικό γεγονός το προσλαμβάνουμε με τα επί τούτου κέντρα του εγκεφάλου μας.



Οι εικόνες, οι παραστάσεις, τα ακούσματα φιλτράρονται και αποτυπώνονται, επεξεργάζονται και εντυπώνονται στην συνείδηση μας με τρόπο που είναι απίθανο να ταυτίζεται με αυτόν κάποιου άλλου. Ιδού λοιπόν τρεις παράγοντες που συντελούν στη διαφορά των περιγραφών και που μπορούν να κάνουν τις μαρτυρίες να διαφέρουν. Σ' αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε κι έναν τέταρτο, το φύλλο. Η προσλαμβάνουσα δυνατότητα διαφέρει από άνδρα σε γυναίκα εξ αιτίας βιολογικών παραγόντων. Σημείο οράσεως, ψυχολογία και κουλτούρα, που θα πει προκατάληψη και διαφορές του προσληπτικού μας μηχανισμού είναι αιτίες της διαφορετικότητας των μαρτυριών, Σ’ αυτές τις τέσσερις ασυνείδητες αιτίες πρέπει να προσθέσουμε και τις επιρροές των συμφερόντων που δρουν σχεδόν μηχανικά. Μπαίνει αυτοματικά σε λειτουργία ένα σύστημα αυτοσυντήρησης και άμυνας που μας εμποδίζει, μας δυσκολεύει να παραδεχθούμε μια πραγματικότητα όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την αυτοσυντήρηση μας και πιο συγκεκριμένα με το συμφέρον μας.






Από άποψη ορθολογιστική μ’ αυτές τις προϋποθέσεις εικόνα της πραγματικότητας καθαρή και νεταρισμένη θεωρητικά δεν μπορεί να υπάρχει. Πάντα μια μικρή η μεγάλη απόκλιση θα νοθεύει την καθαρότητα της. Η αλήθεια που «καταναλώνουμε», δεδομένο πως θα είναι λίγο φ λ ο υ. Πολλοί δραματουργοί έχουν ασχοληθεί με το πολυδιάστατο φαινόμενο της ποικιλοπρισματικότητας, με την υποκειμενικότητα των προσλαμβανουσών εντυπώσεων, από κάποιο περιστατικό που έτυχε να βιώνουν κάποια άτομα από κοινού. Ένα πολύ χαρακτηριστικό που μου ‘ρχεται στο μυαλό πρόχειρα είναι το μονόπρακτο του Πίντερ «Η Νύχτα», όπου ένα ζευγάρι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, αναθυμούνται την κοινή τους ζωή και ο καθένας περιγράφει με τελείως διαφορετικό τρόπο τα όσα συνθέτουν το χρονικό του βίου τους. Οι σεναριογράφοι εξ άλλου πήραν το θέμα και το ‘καναν φύλλο φτερό. Παρακολουθήσαμε το φαινόμενο αυτό στον κινηματογράφο σε μυριάδες παραλλαγές, φορεμένο σε ταινίες κάθε κατηγορίας και είδους. 



 Την ταινία του Κουροσάβα, αυτήν που με αναφορά σε γιαπωνέζικες ιστορίες και αφηγήματα έγινε γνωστή με τον τίτλο «Φαινόμενο Ρασομόν» δεν την έχω δει. Ξέρω μόνο το απόσταγμα του προβληματισμού του .
«Οι άνθρωποι ερμηνεύουν μια πράξη και κάθε ερμηνεία είναι διαφορετική. Γιατί με το να την αναλύουν ξανά και ξανά, οι άνθρωποι δεν αποκαλύπτουν την πράξη αλλά τον εαυτό τους». 

Εκτός από το συνοπτικό αυτό τσιτάτο το θέμα της ταινίας του Γιαπωνέζου σκηνοθέτη το ξέρω από την θεατρική προσέγγιση που έκανε στις ίδιες πηγές η Αναστασία Παπαστάθη κι έγραψε ένα θεατρικό με τον ίδιο τίτλο που το ανέβασε στο θέατρο Radar. Κέντρο του θέματος είναι ένας φόνος κι ένας βιασμός που προηγήθηκε. Ένας ληστής επιτίθεται σ’ ένα ζευγάρι, δένει τον άντρα και παρουσία του βιάζει τη γυναίκα. Το έργο αρχίζει με τρία πρόσωπα που συζητούν για το έγκλημα αφού έχει γίνει και ανταλλάσσουν πληροφορίες και γνώμες για τις αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις. Παράλληλα το έγκλημα αναπαρασταίνεται από τρεις άλλους ηθοποιούς βουβά και λίγο χορογραφικά, ας πούμε στυλιζαρισμένα. Παρακολουθούμε τις τρεις διαφορετικές εκδοχές που τεκμηριώνουν το πρόβλημα του υποκειμενισμού και ταυτόχρονα τα σχόλια που ανταλλάσσουν οι τρεις βασικοί ήρωες του έργου, ένας Καλόγερος, κάτι σαν αφηγητής εισηγητής και δυο ρόλοι, ένας Ξυλοκόπος και μια Περουκιέρισα, σαν εκπρόσωποι της κοινής γνώμης.



Μέσα στην πληθώρα των έργων που παίζονται αυτή τη στιγμή στα αθηναϊκά θέατρα ιδού και μια επιλογή που σε σπρώχνει υποχρεωτικά σ’ έναν προβληματισμό, έναι προβληματισμό που ο θεατής τον ακολουθεί όσο του βαστάει. Χωρίς πολύ σκέψη ωστόσο φτάνουμε να συλλογιζόμαστε πόσο δυσανάλογη είναι η σημερινή υπερπληροφόρηση με την ανάδειξη ενός αληθινού συμπεράσματος. Πέρα απ’ το μήκος των προβληματισμών που έχει να κάνει με το βεληνεκές κάθε θεατή, το έργο είναι καλοφτιαγμένο, ισορροπημένοι οι συσχετισμοί, ζωηρός ο λόγος και κανένα κενό δεν μένει στο θεατή με το όλο το πόνημα αρχικά να μοιάζει με ελκυστικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Μέχρι που οι προβληματισμοί περί αντικειμενικότητας αναποδογυρίζονται με μια αιφνίδια ανατροπή.



Οι σχολιαστές, άσχετοι αρχικά, αθώοι και αμέτοχοι φαινομενικά, απροσδόκητα προκύπτει πως έχουν συμμετοχή στο έγκλημα. Η Περουκιέρισα βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και έχει τις ευθύνες της στο θάνατο του θύματος και στη συνέχεια αποκαλύπτεται πως ο ξυλοκόπος είναι αυτός ο ουσιαστικός αυτουργός του θανάτου του συζύγου. Το ντοκιμαντέρ γυρίζει σε θρίλερ. Υποδειγματικός δραματουργικός χειρισμός της ανατροπής. Του θεμελιακού αυτού ευρήματος κάθε έργου, της απρόσμενης αποκάλυψης. Εκεί που αθώοι και αμέτοχοι πολίτες συζητάνε και σχολιάζουν το ανέφικτο της αντικειμενικότητας, σκάει σαν βόμβα η δική τους ευθύνη στο γεγονός. Σαφής καταγγελία - υπαινιγμός πως εμείς οι αποδέκτες των πληροφοριών είμαστε στην ουσία οι υπεύθυνοι για την τέλεση του εγκλήματος αλλά και για τη συσκότιση στη διακρίβωση της αλήθειας. Πραγματικότητα με αμφιβολίες, αμφισβητήσεις, ενστάσεις αλλά και σκόπιμες παραπλανήσεις και αποκρύψεις ήτοι σε μια προέκταση αλήθεια δεν υπάρχει, επειδή οι μαρτυρίες είναι όλες  αμφισβητούμενες, υπονομευμένες και συχνότατα χαλκευμένες. Δεν κατάλαβα, στον πολυπρισματικό προβληματισμό του έργου ποια σημασία είχε η εμφάνιση στο τέλος ενός έκθετου μωρού. Η αποτελούσε ξένο σώμα στο όλο αφήγημα η η σκηνοθεσία το άφησε αναφομοίωτο. 



Κατά τα άλλα η σκηνοθεσία έκανε το χρέος της παρουσιάζοντας μας μια παράσταση καθαρή και σαφή με τα ευρήματα της εύληπτα. Σχεδίασε ρεαλιστικά τους χαρακτήρες, μοίρασε με σιγουριά τις καταστάσεις, διασαφήνισε το πραγματικό με το αναπαραστατικό, καθοδήγησε υποκριτικά τις διαφοροποιήσεις. Η ίδια η σκηνοθέτης κράτησε αποστασιοποιημένο παίξιμο, το πρόσωπο του Μοναχού, σαν επίτηδες χωρίς μεγάλη συμμετοχή, σαν ο ρόλος να ήταν έξω απ’ τη συμμετοχή. Στα δυο άλλα πρόσωπα  άφησε τους ηθοποιούς να φτιάξουν καθένας το ρόλο του με την τέχνη και τα μέσα που διαθέτουν, γιαυτό και εμπιστεύθηκε δυο πολύπειρους και πρωτεύοντες τεχνίτες στον ορίζοντα του σκηνικής τέχνης. Ο Νίκος Μπουσδούκος, που έπαιζε την Ξυλοκόπο αποκάλυπτε με την ερμηνεία του τις ποικίλες επιδράσεις που δέχτηκε στη θεατρική του πορεία. Η αφαιρετικότητα του ήταν ένα πολύ φανερό χαρακτηριστικό, οι τόνοι του ελεγχόμενοι, τα γυρίσματα του απ’ τη μια κατάσταση στην άλλη ηπιότερα, οι «μετακινήσεις» του πιο «αμπάσες». Η Μαρία Σκούντζου στο ρόλο της Περουκιέρισας μας έδειξε την υψηλή τεχνική της μεγάλης «σχολής». Τον πλούτο των στοιχείων στο πλάσιμο ενός ρόλο, τη μαστοριά του περάσματος απ’ την μια κατάσταση στην άλλη, - αυτή την θαυμαστή ποικιλία των καταστάσεων - μια τεχνική "βαριά" που εμπεριέχει το ελιξίριο να δείχνει πανάλαφρη και τόσο αληθινή που αναρωτιέσαι ποια άλλη μπορεί να γίνεται αληθινότερη. Η Σκούντζου, χωρίς δισταγμό, είναι η μόνη γνήσια επιβίωση του μεγάλου θεάτρου που βλέποντας την αναρωτιέσαι γιατί είναι ανάγκη αυτό το μέγεθος να μειωθεί σε πιο βολικές διαστάσεις; Κοντά στην αξία του έργου, στην σημασία της φιλοσοφίας των προβληματισμών που υποκινεί, στον ενδιαφέροντα τρόπο που στήθηκε η παράσταση μεγάλο κέρδος για τον θεατή είναι η παρακολούθηση των δυο αυτών ρόλων από δυο κορυφαίους ερμηνευτές.



Οι τρεις ηθοποιοί των αναπαραστατικών ρόλων, του Ληστή, του Συζύγου - θύματος και της Γυναίκας του, Δημήτρης Τσολάκης, Γιώργος Λαμπρινός και Βίκυ Κυριακοπούλου κατά την ίδια σειρά, ανταποκρίθηκαν με ακρίβεια στις πλαστικές και στυλιζαριστές, βουβές αναπαραστάσεις, στις σκηνές της πάλης και των μονομαχιών, με μια υπεροχή στην υποκριτική του Γιώργου Λαμπρινού και σε αισθητική στάσεων, κινήσεων και σωματικών αντιδράσεων η Βίκυ Κυριακοπούλου. Σπουδαία η συμβολή του υποβλητικού, μαγευτικού σκηνικού και των ωραίων κοστουμιών της Κυριακής Πανούτσου. Δεν υπερβάλω καθόλου αν χαρακτηρίσω την παράσταση του Radar μια απ’ τις ιδιαίτερες, τις ξεχωριστές του φετινού χειμώνα.


Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: