Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

Η ποίηση ως κάμωμα η το κάμωμα ως ποίηση

Σάκη Σερέφα : Έξω χιονίζει                                                            

Θέατρο Επί Κολωνώ -


Θα μπορούσε να πει κανείς πως σ’ αυτή την παράσταση τηρείται αυστηρά η εξελικτική πρόοδος θεατρικής εποποιίας. Το χρονικό του θεατρίνου απ’ τις αρχικές καταβολές του είδους. Όρχηση ανάμικτη με μίμηση, κινήσεις ποδιών, χεριών και κορμών και μούτες, εκφράσεις, λυγίσματα, τερτίπια υποκριτικά, όλα λίγο συγκρατημένα στην αρχή, γοργότερα στην εξέλιξη, πλουσιότερα σε ποικιλία όσο που τελειώνει το πρελούδιο και το τρίο αποσχηματίζεται και σκορπίζει. Ετερόκλητοι, ανόμοιοι, ανισοϋψείς, δυο αρσενικά και ένα θηλυκό, ο ένας μεγαλύτερος σε ηλικία οι δυο άλλοι, αγόρι και κορίτσι μικρότεροι, ντυμένοι ομοιόμορφα, με ρούχα λερά, πατιναρισμένα σαν υλικά δανικά απ’ το βεστιάριο  ενός τσίρκου. Μια τόσο αταίριαστα ταιριαστή τριάδα που αγγίζει το ιδεωδώς δυσαρμονικό του εξαίσιου. Μην φανταστείτε πως όταν σ’ αυτήν την αρχετυπική τριάδα των αυτοσχεδιαστών φθάνοντας η στιγμή του λόγου, όταν δηλαδή προχωρεί το σκέτο σκηνικό τέχνασμα και μπαίνει στην υπηρεσία του δραματογραφήματος, κάτι θα αλλάξει; Όχι. Αντίθετα το σκέρτσο πλουταίνει, απογειώνεται, ξεπερνάει το πραγματικό, αιωρείται με έναν καταιγισμό ευρημάτων, εξαφανίσεων, φανερωμάτων απροσδόκητων, το πατάρι με τα σκαλοπάτια μετασχηματίζεται σαν να υπακούει σε κάποιες ανείπωτες προσταγές. Έτσι μπαίνουμε στο χώρο της φαντασιώδους εκεί δηλαδή όπου επιδιώκει να μας μεταφέρει το μέντιουμ Νίνα, σύμφωνα με το λιμπρέτο του θεάματος.

Το έργο του Σάκη Σερέφα στηρίζεται σ’ αυτό το αξονικό εύρημα. Ένα «διάμεσο», ένα μέντιουμ, η Νίνα που καλεί πνεύματα από τους νεκρούς πολεμιστές των βαλκανικών πολέμων και όπου το καθένα απ’ αυτά αφηγείται εμπειρίες και περιστατικά των μαχών. Μια ιδέα που μου θύμισε έντονα το εύρημα του παλαιού Σοφοκλή Καρύδη, (1830 – 1893) σατιρικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα όπου ο κ. Αριστοφάνης  μια νεκρανάσταση-μεταγραφή του αρχαίου κωμωδιογράφου επανακάμπτει στην εποχή του Καρύδη, «μαγνητίζει» μια κοπέλα - με την έννοια υπνωτίζει- και της ζητάει να επισκεφθεί διάφορα μέρη και να του μεταφέρει τι βλέπει, ποιους και τι ακούει να λέγεται εκεί όπου την έστειλε. Αποτέλεσμα έντυπο σατιρικό. «Ο Αριστοφάνης και η Μαγνητιζομένη» (1859 -1860) και μια σειρά από θεατρογραφήματα. Ευφυές δραματουργικό εύρημα που προσφέρεται για πολλές χρήσεις και εφαρμογές. Νάτο λοιπόν πάλι σε μια νέα εφαρμογή με άλλη διαπραγμάτευση και άλλη διεξαγωγή. Στην περίπτωση μας το «διάμεσο», η «μαγνητιζομένη», το μέντιουμ Νίνα δηλαδή, πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας κλοουνίστικης αντίληψης, ανακαλεί σκηνές και μαρτυρίες από τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στα μέτωπα πέριξ της Θεσσαλονίκης. Περιγραφές με χιούμορ, σατιρικά και ανεκδοτολογικά στα κράσπεδα της ευθυμογραφίας και στα πρανή του γκροτέσκου αλλά και φρικώδη και αποτροπιαστικά.

Επανέρχομαι στο τριο των θεατρίνων που χωρίς να  εγκαταλείψει την τεχνοτροπία και την αισθητική των παντόμιμων μπαίνει τώρα στην εξυπηρέτηση μιας δραματουργίας, χαρακτήρων, πασχόντων προσώπων, περιστατικών και καταστάσεων. Δύσκολη σύζευξη. Τα νοήματα του αφηγήματος, η προσποίηση των παθών και η μετάδοση στον θεατή των όσων φρικωδών και οδυνηρών  που οι στρατιώτες βιώνουν, όλα αυτά δεν επιδίδονται γαλβανισμένα στον αποδέκτη με το ευτράπελο των  μιμήσεων, σε στυλ ενορχηστρωμένου μπαλέ κομικ. Διασκεδάζονται, προκαλούν ιλαρότητα, χαμόγελο και γέλιο, σκεπάζονται με τα αλλεπάλληλα σκέρτσα και τις τσιριμόνιες της χυμώδους τέχνης των μίμων αλλά εκτονώνουν την εντύπωση που επιδιώκει το κείμενο. το θέμα του πολέμου. Ακόμα κι αν ο συγγραφέας ήθελε να μειώσει την αίσθηση του αποτροπιαστικού που δημιουργεί ο πόλεμος, ως έννοια και ως λέξη και μόνο, οι εμπειρίες που ανακαλεί στο καθένα, δεν συνάδονται με το εύθυμο, το σχεδόν σκωπτικό της τεχνικής του κωμικού. Εμπόδισε λοιπόν την πρόσληψη του θεατρικού κειμένου η γραμμή που επέλεξε να εφαρμόσει η σκηνοθέτης Μαρία Αιγινίτου αξιοποιώντας τις ευκολίες των ηθοποιών στο δύσκολο είδος του κωμικού αυτοσχεδιασμού πολύ περισσότερο που το συνδύασε με  κίνηση, χορογραφία, κορδακισμούς και τραγούδι μαζί με αλλεπάλληλα και απανωτά σκαρφίσματα. Εκτός αν αυτό που είδαμε ήταν όχι μια αποτυχημένη εφαρμογή αλλά μια ηθελημένη επιδίωξη, μια πρόθεση να προσεγγισθούν τα πολεμικά απομνημονεύματα με μια αλλιώτικη διάθεση. Οπότε γίναμε μάρτυρες ενός τολμηρού εγχειρήματος αλλά με περιορισμένη γνωριμία με το κείμενο του Σερέφα. Αυτή η σκηνοθετική ιδιοτροπία πέτυχε; Νομίζω πως ο θεατής μένει απόλυτα ικανοποιημένος έστω και μόνο με το θαύμα της ποιητικής αίσθησης και τον δυσεύρετο  θησαυρό των σκηνικών και υποκριτικών καμωμάτων.

Μέσα απ’ τις περιγραφές, τους επαίνους και τις επιφυλάξεις, τις αντιρρήσεις, τις αμφιβολίες και τις ενστάσεις κινδυνεύουμε να παραμελήσουμε τους πρώτους και κύριους συντελεστές αυτού του σπάνιου απολαυστικού θεάματος. Ο κριτικός που φτάνει σ’ αυτό τον σχεδόν μυστικό χώρο, το παράμερο δωμάτιο που δίνει την αίσθηση μιας κρύπτης και εκεί εμφανίζονται μπροστά του, σαν αλλοτινές παρουσίες μίμων, σαν πρόσωπα απ’ τα πατάρια του Πλαύτου η του Ρίνθωνα, θεατρίνοι με μάσκες ευλύγιστες, χαρακτηριστικά αεικίνητα, εκφράσεις σε διαρκείς μεταβολές, άλλοτε παγωμένες κι άλλοτε τρυφερές η κωμικές η μελαγχολικές σε μεταπλάσεις χαριτωμένες, σώματα εύκαμπτα, άκρα εκφραστικά, παρουσίες σχεδόν εκτοπλασματικές που εμφανίζονται, χάνονται, κρύβονται και απρόοπτα επαναπροκύπτουν. Όλα αυτά δημιουργούν τον μυστικιστικό δέος μιας τελετουργικής συνάντησης όπου ανακαλούνται και προσέρχονται οι μάγοι δικηλιστές της μεγαρικής φάρσας του 8ου π.Χ αιώνα με τους ομότεχνους παντόμιμους της ατελλανής φάρσας του 2ου π.Χ  και τους μίμους της Κομμέντια ντελ άρτε του 8ου ως και του 16ου. Τρεις σύγχρονοι ηθοποιοί του δικού μας κόσμου πέτυχαν αυτή τη μεταφορά. Κι όπως σημείωσα στην αρχή, έστησαν μπροστά μας τους μακρινούς τους προπάτορες. Άξιοι. Αξιότατοι. Με κορυφαίο τον βιρτουόζο και αυτονόητα δάσκαλο των δυο νεότερων και οπωσδήποτε υποδειγματικό πρότυπο για την σκηνοθέτη, τον σπουδαίο Νίκο Καρδώνη και πλαισιωμένο και ενισχυμένο από την Ειρήνη Ιωάννου – πόσο όμορφη και γοητευτική φιγούρα – και τον Στάθη Κόικα – πολύ καλός και άριστα προσαρμοσμένος- μας χάρισαν μια εντελώς δυσεύρετη θεατρική εμπειρία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: