Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Τόλμη και γοητεία


Μάνου Καρατζογιάννη : Για την Ελένη

Θέατρο Σταθμός



Πρόλαβα επιτέλους και είδα την παράσταση για την Ελένη Παπαδάκη, την αδικοχαμένη και άγρια δολοφονημένη πρωταγωνίστρια, που έχει στοιχειώσει το θέατρο μας. όσο ζούσε με τις θρυλικές ερμηνείες της,  με το θάνατο της με τα όσα φανερά η ψιθυριστά πλέξανε γύρω του ενοχές, αποκαλύψεις, αλήθειες, διαδόσεις, ψέματα και υπερβολές και στα κατοπινά χρόνια μέχρι σήμερα τους απόηχους που εξακολουθούν να θρέφουν το μύθο της με καταγγελίες, λατρείες, επιθετικότητες, αντιδράσεις, φανατισμένες και αναμοχλεύσεις παθών και διχασμών. Ευτυχώς, λοιπόν πρόλαβα και είδα την παράσταση.  

Σκηνική γοητεία

\Αυτό το στοιχείο που εντυπώνεται στο θεατή, αυτόν  που έχει  δεχθεί τη φήμη της σκηνικής σαγήνης της Ελένης Παπαδάκη, είναι αυτό ακριβώς που υπερβαίνει κάθε άλλο χαρακτηριστικό της τωρινής παράστασης. Η σκηνική γοητεία της Μαρίας Κίτσου που ερμηνεύει την αξέχαστη ομότεχνη της. Πολλοί και διάφοροι, ενήμεροι και ανίδεοι, κατήγοροι και απολογητές, αμερόληπτοι και εμπαθείς, όλοι αυτοί που λένε, αναμασούν, αναπαράγουν, το ένα και το άλλο, απ’ όλους αυτούς κανένας δεν αμφισβήτησε την θελκτικότητα που διέχεε στο περιβάλλον όπου και αν εμφανιζόταν η Ελένη Παπαδάκη. Ακριβώς αυτή την αίσθηση προκαλεί η παρουσία της ηθοποιού που ανέλαβε να την ενσαρκώσει στην παράσταση που παρακολούθησα. Αν αναγνωρίζω αυτό ως πρωταρχική αξία αφήνοντας τα υπόλοιπα ως ύστερα είναι επειδή ακριβώς επί τη εμφανίση η Μαρία Κίτσου έφερε επί σκηνής την αίσθηση του μυθοποιημένου προσώπου. Ήταν Εκείνη.


Ήταν Εκείνη

Όταν ένας ηθοποιός αποδέχεται  να υποδυθεί ένα πρόσωπο που έχει εγκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου με τις διαστάσεις και τη μορφή που παίρνει ένας μύθος, το μέγεθος της ευθύνης του είναι μεγαλύτερο από το να ερμηνεύσει ακόμα και τον απαιτητικότερο ρόλο του σπουδαιότερου κλασικού δραματουργήματος. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηθοποιός κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια  του σκηνικού ήταν σαν να προσγειωνόταν στο επίπεδο της πραγματικότητας ένας άγγελος εξ ουρανού. Ναι, αυτή την εντύπωση έδινε. Σαν να επέστρεφε ένα γοητευτικό όραμα. Και μόνο αυτό αν ήταν είχαμε μεθέξει σαν ανταπόκριση στην προσδοκία που διατηρούσαμε πηγαίνοντας να δούμε μια παράσταση για την Παπαδάκη, μας είναι αρκετό. Αν μόνο αυτό είχαμε για να κρίνουμε τη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ευρηματική ποιητική σύλληψη. Ας μην προσπερνάμε ωστόσο το κείμενο αλλά και τη σκηνοθεσία στο σύνολό της.



Το κείμενο

Το κείμενο, γραμμένο απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη αποκαλύπτει πως η μαγνητική δύναμη του μύθου της Ελένης Παπαδάκη διαρκεί, αιχμαλωτίζει και επηρεάζει ακόμα και σήμερα 73 χρόνια μετά, τις ευαισθησίες πολλών νέων του θεάτρου. Αποκαλύπτει επίσης πόσο διακριτικά προσπάθησε να διαπραγματευθεί το θέμα ο δημιουργός του τολμήματος έχοντας συναίσθηση του ναρκοπέδιου που επιχειρούσε να βαδίσει. Ασφαλώς ακουμπούσε σε δυο τρία σταθερά στηρίγματα, τα βιβλία του Μαρσάν και του Ελευθερίου και άλλες δυο τρεις δημοσιοποιημένες αναφορές,  που του επέτρεπαν να δείχνει αντικειμενικός, αλλά παρά τους προσεκτικούς ελιγμούς του δεν κατόρθωνε να αποφύγει τους σκοπέλους. Η έρευνα και τα ντοκουμέντα, πιο πολύ οι ανεύθυνες διαδόσεις και οι επιπολαιότητες παραπλανούν  και φανατίζουν ακόμα και ανθρώπους μεγαλύτερους απ’ τον συγγραφέα, καθόλου ρομαντικούς και οπωσδήποτε λιγότερο ευαισθητοποιημένους που θα ‘πρεπε να έχουν μάθει οι αναξέσεις τι σημαίνουν.

Ωστόσο, ο Καρατζογιάννης τόλμησε κι αυτό πρέπει να το ακούσουμε σαν μια φωνή ενός νέου ανθρώπου που τολμάει να βάλει το δάχτυλο του επί του τύπου των ήλων. Εμείς οι μεγαλύτεροι πρέπει να σταθούμε ψύχραιμοι, νηφάλιοι και να διορθώσουμε μετά λόγου γνώσεως, τις αλλοιώσεις των γεγονότων περιορίζοντας τις αυθαιρεσίες του μύθου. Λοιπόν, η δική μου προσπάθεια : ο βάρβαρος φόνος της Παπαδάκη δεν ήταν πολιτικό έγκλημα γιατί δεν εξυπηρετούσε κανένα συμφέρον της παράταξης στην οποία ανήκε ο φονιάς. Δεν ήταν έγκλημα καλλιτεχνικού επαγγελματικού ανταγωνισμού γιατί καμιά ομότεχνη της σκοτωμένης δεν ήταν σε επίπεδο ανταγωνιστικό μ’ αυτήν, ήταν όλες σε πολύ χαμηλότερη κλίμακα η σε διαφορετικό είδος ώστε η Παπαδάκη να μην αποτελεί εμπόδιο. Δεν ήταν έγκλημα ερωτικού πάθους η αντιζηλίας γιατί παρ’ ότι το θύμα ήταν γυναίκα ανοιχτή σε μια ποικιλία σχέσεων, δεν είχε ποτέ δημιουργήσει συγκρούσεις, αντιζηλίες και δολοφονικές εντάσεις. Ήταν ένα έγκλημα μίσους; Ναι, ήταν ένα έγκλημα μίσους. Το μίσος και η θηριωδία είχαν τότε εκτοπίσει κάθε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα. Μισούσαν λοιπόν την Παπαδάκη και γι αυτό την σκότωσαν; Ασφαλώς την μισούσαν και την ζήλευαν γιατί ήταν υπέροχη από πολλές απόψεις, δηλαδή υπερείχε και τι πιο προκλητικό απ’ αυτό; Μόλις οκτώ χρόνια νωρίτερα στην Ανδαλουσία σκότωσαν το ίδιο αναίτια ένα ποιητή και ηθοποιό, τον Λόρκα, για τους ίδιους α κ ρ ι β ώ ς λόγους, επειδή ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός και 
υ π ε ρ ε ί χ ε.



Συμβολισμός ανεπίδοτος

Η  προσπάθεια του Καρατζογιάννη να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε η έρευνα του τον εμπόδισε να προσέξει το θέμα του δραματουργικά. Νοιάστηκε για το ντοκουμεντάρισμα πιο πολύ από τη θεατρική δόμηση του πονήματος του. Έστησε ένα κείμενο που κυριαρχεί η ανάγκη να απαλλαγεί η ηρωίδα του από τις κατηγορίες που υποτίθεται πως την βάραιναν και να τονιστεί καταδικαστικά ο φόνος της. Ήταν σαν μια αγόρευση συνήγορου και κατήγορου ταυτόχρονα. Στη σκηνοθεσία τον κυριάρχησε η ίδια πρόθεση. Να καταγγείλει τον φόνο, ένα τετελεσμένο που είναι αυτόματα καταδικασμένο απ’ όλους, ακόμα και απ’ τους μικρόνοες που αισθάνονται την ενοχή να τους βαραίνει. Τελικά την Παπαδάκη δεν την σκότωσε καμιά παράταξη. Την σκότωσαν οι αμείλικτες μυλόπετρες της ιστορίας και τα σκοτεινά ανθρώπινα πάθη που εκρήγνυνται στις μοιραίες κορυφώσεις  κι εκεί κατά τη γνώμη μου έπρεπε να στραφεί το έργο. 

Στο ευρηματικό φινάλε που η σκηνοθεσία εισάγει ένα δεύτερο πρόσωπο, ένα ανδρείκελο του φονιά υποτίθεται, που δυσεξήγητα, αδιευκρίνιστα,  χορεύει με το θύμα του. Θα έπαιρναν μια διαφορετική διάσταση, έργο, σκηνοθεσία και ερμηνευτική καθοδήγηση αν αυτός ήταν, σαν ένας φασματικός υπαινιγμός, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που χορεύοντας να παίρνει την Ελένη Παπαδάκη μαζί του προς ένα χώρο όπου τα ανθρώπινα δεν αγγίζουν τους αγγέλους της τέχνης - και χορεύοντας ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες που κατέβηκε εκείνη.


Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: