Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Μια εξουθενωτική ασυναρτησία


Φ. Ντοστογιέφσκι : «Οι Δαιμονισμένοι»                                                                                                                             
Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Κοτοπούλη - REX



Η ορθόδοξη δομή μιας θεατρικής κριτικής, που τηρείται σταθερά και απαρέγκλιτα από παλαιούς και νέους της συντεχνίας, προβλέπει μια περιγραφή του έργου και εν συνεχεία της παράστασης, σχολιασμό και περιγραφή της σκηνοθετικής άποψης και καταληκτικά στέκεται στις ερμηνείες των ρόλων, κριτική του σκηνικού, της μουσικής κλπ κλπ. Εδώ τέτοια δεν γίνονται. Και δεν γίνονται διότι πρακτικά δεν μπορούν να γίνουν. Το έργο δεν υπάρχει η τουλάχιστον δεν  αναγνωρίζεται και παράσταση υπάρχει μεν, αφού κάποιοι παρίστανται και παριστάνουν αλλά ο καλοθελητής – εγώ εν προκειμένω – αδυνατώ να σας μεταδώσω τα όσα διεξάγονται , τελούνται και εκτελούνται στην ιστορική σκηνή του θεάτρου Κοτοπούλη - REX, όπου το Εθνικό μας θέατρο διατείνεται πως παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Δαιμονισμένοι». Σκηνοθέτης, ήτοι αυτουργός και υπεύθυνος της  εν θριάμβω ασυναρτησίας ο φέρελπις Θοδωρής Αμπαζής, δεξί χέρι του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Μουσουργός του όλου θεάματος ο ίδιος. Προφανώς ο αυτός και διασκευαστής  (μεταφράστρια η Ελένη Μπακοπούλου)του ρωσικού λογοτεχνικού αριστουργήματος.

Το εξουθενωτικό ανοσιούργημα δεν επιδέχεται καμιάς κριτικής. Κάθε απόπειρα καταλήγει σε απελπιστικό αδιέξοδο. Ακόμα και ένας παλαίμαχος αποκρυπτογράφος – πες τον και αποσημειολόγο -  ασκημένος στις αναζητήσεις ενός κώδικα που θα διευκόλυνε την προσέγγιση  προς την όποια άποψη, ακόμα και την πιο δυσπρόσιτη, εδώ εγκαταλείπει τον αγώνα. Τρέπεται σε φυγή απελπισμένος. Μελετάει το πρώτο ημίωρο προσεκτικά μήπως και  βρεί κάποιο κλειδί ν’ ανοίξει και να μπεί στην απροσπέλαστη άποψη, μήπως και ακούσει και μήπως κατανοήσει το δρόμο που επινόησε ο μάγιστρος  για να οδηγήσει τους αδαείς να ξεδιπλώσουν το νόημα και το αφήγημα ώστε να συναντήσουν τον Ντοστογιέφσκι, έστω και μεταλλαγμένο. Αρχίζει από το αραχνοειδές, την Μαύρη χήρα, την Ταραντούλα που είναι και λυρική τραγουδίστρια. Αυτό το έντομο είναι γνωστό πως κατασπαράζει το αρσενικό μετά την συνουσία. Τι μήνυμα θέλει να μας στείλει ο δημιουργός του θεάματος; Μήπως κάτι απ’ όλα αυτά δίνουν την άκρη ενός νήματος; Όχι. Τίποτα. Μήπως οι κινούμενες καρικατούρες που φαίνεται πως έφθασαν στο θέατρο μετά  από κάποιον σφοδρό τουρτοπόλεμο και δεν πρόλαβαν να πλυθούν η μήπως προηγήθηκε άγριο γιαούρτωμα στα παρασκήνια και βγήκαν πασαλειμμένοι στη σκηνή; Αμυδρή ελπίδα φωτίζει το σκότος του μυστηρίου. Μήπως αυτό το φτιασίδωμα αποτελεί μια άκρη του αινίγματος; Το σκέφτεται ο κριτικός, το μελετάει, δεν βλέπει, δεν διακρίνει, δεν μαντεύει. Ούτε η παραμικρή ακτίδα φωτός. Στο μεταξύ οι άνθρωποι επί σκηνής ομιλούν. Τι λένε; Ο θεός κι η ψυχή του σκηνοθέτη.

Προφανώς λένε το κείμενο το μυθιστορήματος. Ναι, αυτό λένε. Γίνεται πια κατανοητό στην δεύτερη πράξη και σαφέστερα στην Τρίτη. Αλλά έστω και ως αναγνωστικό αναλόγιο γιατί ο προσηλωμένος δεν μπορεί να το παρακολουθήσει; Διότι το κείμενο συνεκφωνείται, το λένε δυο δυο και τρεις τρεις εν χορώ κι άλλοτε ένας η μια εξ όλων φωνάζει μια φράση δυνατά και σε κάποια άλλη φάση ένα σύνολο απ’ τη μια μεριά μπροστά σε συστοιχία μικροφώνων λογοφέρνει με μια άλλη αντίπαλη παρέα απ την άλλη πλευρά της σκηνής εξοπλισμένη κι αυτή με τα μικρόφωνα τους. Κάποτε μέσα σ’ αυτόν τον φασματικόν ορίζοντα, τον πολύχρωμο, τον νεφελώδη, τον μεταφυσικά διαφοροποιούμενο επιχειρείται το δειλό στήσιμο μιας σκηνούλας που πριν συγκεκριμενοποιηθεί αναστέλλεται. Όλα αυτά τα καμώματα, αλλεπάλληλα και απανωτά δεν επιτρέπουν ούτε άκρη να βρεί ο δυστυχής θεατής, ούτε λαβή κατανόησης να εντοπίσει ο ακόμα δυστυχέστερος κριτικός, που αποκαμωμένος εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια να κατανοήσει τι ακριβώς είχε κατά νου ο Θοδωρής Αμπαζής και να σας πληροφορήσει και σας αγαπητοί αναγνώστες. Θέατρο πάντως, θέατρο, με οποιαδήποτε αντίληψη, έννοια και περιεχόμενο του όρου, ούτε ο σκηνοθέτης είχε κατά νου, ούτε ο θεατής συνάντησε αυτή τρίωρη προσπάθεια. Και να σημειωθεί πως την παράσταση παρακολουθούσαν και μαθητές κάποιου σχολείου και είναι εύκολο να καταλάβει ο καθένας τι ιδέα σχημάτισαν για τον μέγιστο Ντοστογιέφσκι, τις θεατρικές παραστάσεις γενικώς και το Εθνικό Θέατρο της πατρίδας τους.

Ας σοβαρευτούμε κι ας εγκαταλείψουμε τα φιλοπαίγμωνα σχόλια. Η γνωμάτευση είναι πως παρακολουθήσαμε ένα είδος αναγνωστικού θεάτρου, είδους συνηθέστατου στα αρχοντικά σαλόνια του 17ου και 18ου αιώνα, αυτού που στην σύγχρονη πρακτική έχει πάρει την ονομασία θεατρικό αναλόγιο. Απ΄ αυτό το είδος αντλεί την πρακτική του και το ραδιοφωνικό θέατρο. Ο μαέστρος του είδους, ο κόντες Διονυσάκης Ρώμας , χαριτολογώντας το χαρακτήρισε «Θέατρο για τυφλούς». Η σκηνή του θεάτρου ωστόσο  «θεωρείται», που θα πει βλέπεται και ο θεατής δεν πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει αλλά κυρίως για να ιδεί. Η σκηνοθετική αντίληψη, που ήθελε την παράσταση ως ανάγνωση του κειμένου βρέθηκε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να προσφέρει και εικόνα, δηλαδή θέαμα. Σ’ αυτήν την περίπτωση δημιουργούνταν καινούργιες και μεγάλες απαιτήσεις καθαρά θεατρικές. Δυσκολίες και συνθήκες ανυπέρβλητες για έναν άπειρο, ακόμα και για κάποιον με μερική πείρα. Δηλαδή να μετατραπεί το μυθιστόρημα σε έργο θεατρικό. Να συμπυκνωθούν οι περιγραφές των καταστάσεων και των αισθημάτων σε σκηνές και διαλόγους, να δημιουργηθούν ρόλοι και χαρακτήρες, να στηθούν σκηνές με αίσθημα, συγκίνηση, ατμόσφαιρα και φυσικά να εξάγεται το νόημα, το ύφος, το μήνυμα ή η άποψη του συγγραφέα. Ο καθένας καταλαβαίνει την τεράστια δυσκολία που καλείται να ξεπεράσει ο δημιουργός για να μετατρέψει το ντοστογιεφσκικό λογοτέχνημα σε θεατρικό και στη συνέχεια σε παράσταση. Έτσι, και δεδομένων των άφθονων μέσων του κρατικού θεάτρου, (χρησιμοποίηση σε μορφή καταχρηστική) αποφεύχθηκαν τα δύσκολα με μπαζώματα ιδεών και με ότι βρισκόταν πρόχειρο, ουρανοκατέβατο, αβασάνιστα και επιπόλαια εφαρμοζόταν, συνδυαζόταν, σχηματοποιούνταν, σε αλλεπάλληλες εναλλαγές με αποτέλεσμα ένα απερίγραπτο συνονθύλευμα, ακαλαίσθητο, άτακτο και αξιοθρήνητο. Και σαν ομολογία της χαώδους ασάφειας το «σκονάκι»…Οι ταξιθέτριες μοιράζουν στους θεατές έναν διευκρινιστικό πίνακα με την αποσαφήνιση των συμπλεγμάτων, της πολλαπλότητας ενός εκάστου των ρόλων που συνερμηνεύεται συνεκφωνούμενος από περισσότερους του ενός ηθοποιούς και διπλοτριπλοφωνείται και με ανάλογες πολλαπλότητες αποδίδεται.

Σ’ αυτό το σημείο το κριτικό μου σχόλιο θα μπορούσε να τελειώσει – αν και ίσως δεν θα ‘πρεπε καν να γραφεί – εν τούτοις έχω να προσθέσω πως παρακολουθώντας τα όσα συνέβαιναν επί σκηνής, διασκέδαζα με τη σκέψη πως αν βρισκόταν από μια μεριά η Μαρίκα και έβλεπε στη σκηνή του θεάτρου της να συμβαίνουν όλα αυτά, τέτοια αδίστακτη και αθυρόστομη που ήταν, καθένας καταλαβαίνει τι θα ακολουθούσε

Γιώργος Χατζηδάκης                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια: