Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Η ηθοποιός δίνει διαστάσεις, βάθος και έννοιες


Θέατρο Vault

Σίμου Παπαναστασόπουλου:
Νικολέτα Νομικού - Συγγρού - Ο Ανδρέας μου


Οι Εθνικοί Ευεργέτες

Η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει να επιδείξει τους περισσότερους εθνικούς ευεργέτες απ’ όλες τις χώρες της  Ευρώπης. Πολλά κοινωφελή ιδρύματα, κτίρια, θεσμοί και Οργανισμοί χρωστάνε την ύπαρξη τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία, την χρηματοδότηση εν όλω η εν μέρει, την οργάνωση και τη λειτουργία τους. Συμπατριώτες μας από διάφορες περιοχές της χώρας που πλούτισαν με το εμπόριο, Έλληνες μεγιστάνες της Αιγύπτου, της Κωνσταντινούπολης, της Ρουμανίας, της Ρωσίας, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Αμερικής, πλοιοκτήτες των πέντε θαλασσών, απόδημοι ως επί τω πλείστον, που αναζήτησαν καλύτερη ζωή, που είχαν την τύχη και την ικανότητα και πλούτισαν και πετυχαίνοντας στρέψανε το βλέμμα στην πατρίδα που είχε πάντα πολλές ανάγκες και που δεν κατάφερνε να τις καλύψει από μόνη της. Οι εθνικοί ευεργέτες κρατάνε ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της κοινωνικής και πολιτιστικής εξέλιξης του τόπου.  Απ΄αυτή την άποψη η επιλογή του Ανδρέα Συγγρού να αποτελέσει ένα απ' τα θέματα αυτής της ευφυούς ενότητας του θεάτρου Vault, όπου μανάδες ξεχωριστών Ελλήνων μιλάνε για τους γιούς τους, είναι εξαιρετικά πετυχημένη. Στο συγκεκριμένο έργο η Νικολέτα Συγγρού, το γένος Νομικού από τη Χίο, εξιστορεί τον τρικυμιώδη βίο της πατρικής της οικογένειας, τις περιπέτειες του γάμου της, τις μετακινήσεις της, περιγράφει τη συζυγική της ζωή, τις αλλεπάλληλες εξελίξεις των δυο γιών που απέκτησε και τέλος επικεντρώνεται στον ένα απ’ τους δυο, σ’ αυτόν που αποτελεί το θέμα του έργου, τον Ανδρέα Συγγρό.



Πολύπτυχη υποκριτική

Είναι απολαυστικό και αποκαλυπτικό συνάμα να παρακολουθείς μια πολύπτυχη υποκριτική να ξετυλίγεται μπροστά σου καθώς η ηθοποιός, μόνη πάνω στη σκηνή, επιδίδεται στην δραματοποίηση μιας αφήγησης, μιας βιογραφικής εξιστόρησης, που διέρχεται μεν μέσα από φρικώδη κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η σφαγή της Χίου, και που διαπραγματεύεται μια πολύπτυχη ζωή, δεινά και χαρές, μεταβολές, ανατροπές και οδύνες αλλά η δραματουργική αξιοποίηση υπολείπεται. Κι εδώ το λιμπρέτο μοιραία παραδίδεται στην ευθύνη της ηθοποιού.  Η δραματουργία προϋποθέτει δράσεις, σκηνές, συγκρούσεις, μεταβολές και μεταπτώσεις, εναλλαγές. Ο αφηγηματικός μονόλογος - που σαν είδος ευδοκιμεί τα τελευταία χρόνια στο θέατρο μας – γράφεται  βέβαια με την συναίσθηση των ερμηνευτικών αναγκών, αλλά είναι οι συγγραφείς είναι υποχρεωμένοι να ρίχνουν το βάρος τους σε άλλους τομείς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για βιογραφίες η σχολαστική εξακρίβωση των πηγών απορροφά μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος του συγγραφέα και η δραματουργική αναγκαιότητα αναπόφευκτα παραμελείται. Προκύπτει συνεπώς ένα σεναριακό σχεδίασμα δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ.  Έτσι όλο το βάρος πέφτει στη «γενναιότητα» της ηθοποιού, στις υποκριτικές της δυνατότητες, στην ευρηματικότητα και στα σκηνικά σοφίσματα που είναι υποχρεωμένη να επινοήσει. Ας γίνω ωστόσο συγκεκριμένος.


Πολλά τα προσφερόμενα στοιχεία


Το κριτικό τούτο σημείωμα έχει να κάνει με το έργο και την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο Vault, έργο που διαπραγματεύεται, όπως σημειώθηκε το βίο και τα γενεαλογικά του Ανδρέα Συγγρού, γνωστού στους νεότερους ως εθνικός ευεργέτης, δημιουργός πολλών και διαφόρων ιδρυμάτων και κοινωφελών κτισμάτων. Πολυπράγμων επιχειρηματίας, έμπορος και χρηματιστής ο Συγγρός με συμμετοχές σε πολλών ειδών  δοσοληψίες, αμφιλεγόμενης καθαρότητας και ηθικής, επικρίθηκε και κατηγορήθηκε και αυτό το στοιχείο αποτελεί από μόνο του πρόσφορη δυνατότητα δραματοποίησης. Δεν αξιοποιήθηκε ωστόσο αλλά πέρασε ως αναφορά μέσα στα άλλα. Μήπως και τα όσα ξετυλίγει η μητέρα πολλά απ' αυτά δεν είναι το καθένα από μόνο του εξαιρετικές ευκαιρίες να απομονωθεί και να  εξαρθεί δραματουργικά; Επί του προκειμένου, το αφήγημα αυτό, του βίου και της εξέλιξης του γνωστού οικονομικού παράγοντα των χρόνων της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄, που ξεκινάει, όπως σημειώσαμε από την αυτοβιογραφία της μητέρας του Νικολέτας Συγγρού το γένος Νομικού περιέχει πάμπολλα προσφερόμενα στοιχεία ενδιαφέροντα αλλά από δραματουργική άποψη αναξιοποίητα και ισοπεδωτικά. 


Δραματουργικές αδυναμίες

Κι εδώ νομίζω πως βρίσκεται η δυσκολία του συγγραφέα Σίμου Παπαναστασόπουλου και η αδυναμία του κειμένου ως προοριζόμενο να παρασταθεί. Υπάρχει στο γραπτό μια πληθώρα πληροφοριών, στοιχείων, και γεγονότων που πλουτίζουν την μορφωτική του αξία αδικούν όμως εκ των πραγμάτων τη θεατρικότητα και πιο πολύ το κεντράρισμα ενός πάσχοντος προσώπου. Μάλλον αυτό που λείπει είναι το αποκορύφωμα. Το όλον περιλαμβάνει πολλά, δυνατά ιστορικά και δραματικά βιογραφικά δεν επικεντρώνεται όμως σε κάποιο ώστε να  κλιμακωθεί προς αυτό το πάθος της ηρωίδας. Είναι καλογραμμένο, γλαφυρό, πλούσιο σε εκφράσεις και διατυπώσεις, με γλώσσα ρέουσα, απ τη φύση του όμως δεν είναι θεατρικό. Και σ’ αυτή την αδυναμία του έργου έρχεται σωτήρια η ερμηνεύτρια να καλύψει και να γεμίσει με υποκριτικά την δραματουργική αδυναμία του κειμένου.


Στοιχεία ασύμβατα

Η Ιωάννα Γκαβάκου έπαιξε με γνήσιο συναίσθημα και συμμετοχή απόλυτη, με μια τόση και τέτοια ποικιλία τεχνικών ευρημάτων που ο θεατής μόνο στο τέλος αισθάνεται τις αδυναμίες του κειμένου. Σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η ηθοποιός σε κρατάει δέσμιο του υποκριτικού της μαγνητισμού, συμπάσχεις και συμμετέχεις, ακολουθείς την πολύπτυχη περιπέτεια της, συνεπαίρνεσαι από το παραμύθι της ζωής της που έστω και εξωραϊσμένο σε κερδίζει επειδή η ηθοποιός δίνει διαστάσεις, βάθος, γεμίσματα, έννοιες και σημασίες κι έτσι το αδρανές κείμενο παίρνει σχήμα και ο χαρακτήρας της ηρωίδας αποκτάει ζωή  και πάθη.  Όσο η Γκαβάκου βρίσκεται στη σκηνή το θέμα διατηρείται, η έντονη παρουσία της και η υποκριτική της ικανότητα υποστηρίζουν και διατηρούν το σκηνικό εγχείρημα. Αλλά με την μετάβαση του δραματικού προσχήματος, από το πέρασμα της φιλτραρισμένης εικόνας, από το παραμύθι που αφηγείται η μάνα για τον γιό της, από το υποκειμενικό, προκατειλημμένο βλέμμα  στην εμφάνιση του ίδιου τον Ανδρέα Συγγρού ο θεατής σκοντάφτει. Του αφαιρείται το διαθλαστικό πρίσμα και είναι σαν όλο το προηγούμενο να ακυρώνεται, σαν να διαλύεται ο μύθος. Πολύ περισσότερο που αναγκάζεται από την θεατρική  σύμβαση να περάσει στην κινηματογραφική, απ' τον μύθο σε μια άλλη κατάσταση που διεκδικεί το στοιχείο του αυθεντικού, αυτό είναι ένα ξενέρωμα του θεατή και επίσης αποκαλύπτει την σύγχυση του συγγραφέα που επωμίσθηκε και το ρόλο του σκηνοθέτη, να συγκεράσει δηλαδή πολλά στοιχεία ασύμβατα και αντιθετικά.


Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Τόλμη και γοητεία


Μάνου Καρατζογιάννη : Για την Ελένη

Θέατρο Σταθμός



Πρόλαβα επιτέλους και είδα την παράσταση για την Ελένη Παπαδάκη, την αδικοχαμένη και άγρια δολοφονημένη πρωταγωνίστρια, που έχει στοιχειώσει το θέατρο μας. όσο ζούσε με τις θρυλικές ερμηνείες της,  με το θάνατο της με τα όσα φανερά η ψιθυριστά πλέξανε γύρω του ενοχές, αποκαλύψεις, αλήθειες, διαδόσεις, ψέματα και υπερβολές και στα κατοπινά χρόνια μέχρι σήμερα τους απόηχους που εξακολουθούν να θρέφουν το μύθο της με καταγγελίες, λατρείες, επιθετικότητες, αντιδράσεις, φανατισμένες και αναμοχλεύσεις παθών και διχασμών. Ευτυχώς, λοιπόν πρόλαβα και είδα την παράσταση.  

Σκηνική γοητεία

\Αυτό το στοιχείο που εντυπώνεται στο θεατή, αυτόν  που έχει  δεχθεί τη φήμη της σκηνικής σαγήνης της Ελένης Παπαδάκη, είναι αυτό ακριβώς που υπερβαίνει κάθε άλλο χαρακτηριστικό της τωρινής παράστασης. Η σκηνική γοητεία της Μαρίας Κίτσου που ερμηνεύει την αξέχαστη ομότεχνη της. Πολλοί και διάφοροι, ενήμεροι και ανίδεοι, κατήγοροι και απολογητές, αμερόληπτοι και εμπαθείς, όλοι αυτοί που λένε, αναμασούν, αναπαράγουν, το ένα και το άλλο, απ’ όλους αυτούς κανένας δεν αμφισβήτησε την θελκτικότητα που διέχεε στο περιβάλλον όπου και αν εμφανιζόταν η Ελένη Παπαδάκη. Ακριβώς αυτή την αίσθηση προκαλεί η παρουσία της ηθοποιού που ανέλαβε να την ενσαρκώσει στην παράσταση που παρακολούθησα. Αν αναγνωρίζω αυτό ως πρωταρχική αξία αφήνοντας τα υπόλοιπα ως ύστερα είναι επειδή ακριβώς επί τη εμφανίση η Μαρία Κίτσου έφερε επί σκηνής την αίσθηση του μυθοποιημένου προσώπου. Ήταν Εκείνη.


Ήταν Εκείνη

Όταν ένας ηθοποιός αποδέχεται  να υποδυθεί ένα πρόσωπο που έχει εγκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου με τις διαστάσεις και τη μορφή που παίρνει ένας μύθος, το μέγεθος της ευθύνης του είναι μεγαλύτερο από το να ερμηνεύσει ακόμα και τον απαιτητικότερο ρόλο του σπουδαιότερου κλασικού δραματουργήματος. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηθοποιός κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια  του σκηνικού ήταν σαν να προσγειωνόταν στο επίπεδο της πραγματικότητας ένας άγγελος εξ ουρανού. Ναι, αυτή την εντύπωση έδινε. Σαν να επέστρεφε ένα γοητευτικό όραμα. Και μόνο αυτό αν ήταν είχαμε μεθέξει σαν ανταπόκριση στην προσδοκία που διατηρούσαμε πηγαίνοντας να δούμε μια παράσταση για την Παπαδάκη, μας είναι αρκετό. Αν μόνο αυτό είχαμε για να κρίνουμε τη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ευρηματική ποιητική σύλληψη. Ας μην προσπερνάμε ωστόσο το κείμενο αλλά και τη σκηνοθεσία στο σύνολό της.



Το κείμενο

Το κείμενο, γραμμένο απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη αποκαλύπτει πως η μαγνητική δύναμη του μύθου της Ελένης Παπαδάκη διαρκεί, αιχμαλωτίζει και επηρεάζει ακόμα και σήμερα 73 χρόνια μετά, τις ευαισθησίες πολλών νέων του θεάτρου. Αποκαλύπτει επίσης πόσο διακριτικά προσπάθησε να διαπραγματευθεί το θέμα ο δημιουργός του τολμήματος έχοντας συναίσθηση του ναρκοπέδιου που επιχειρούσε να βαδίσει. Ασφαλώς ακουμπούσε σε δυο τρία σταθερά στηρίγματα, τα βιβλία του Μαρσάν και του Ελευθερίου και άλλες δυο τρεις δημοσιοποιημένες αναφορές,  που του επέτρεπαν να δείχνει αντικειμενικός, αλλά παρά τους προσεκτικούς ελιγμούς του δεν κατόρθωνε να αποφύγει τους σκοπέλους. Η έρευνα και τα ντοκουμέντα, πιο πολύ οι ανεύθυνες διαδόσεις και οι επιπολαιότητες παραπλανούν  και φανατίζουν ακόμα και ανθρώπους μεγαλύτερους απ’ τον συγγραφέα, καθόλου ρομαντικούς και οπωσδήποτε λιγότερο ευαισθητοποιημένους που θα ‘πρεπε να έχουν μάθει οι αναξέσεις τι σημαίνουν.

Ωστόσο, ο Καρατζογιάννης τόλμησε κι αυτό πρέπει να το ακούσουμε σαν μια φωνή ενός νέου ανθρώπου που τολμάει να βάλει το δάχτυλο του επί του τύπου των ήλων. Εμείς οι μεγαλύτεροι πρέπει να σταθούμε ψύχραιμοι, νηφάλιοι και να διορθώσουμε μετά λόγου γνώσεως, τις αλλοιώσεις των γεγονότων περιορίζοντας τις αυθαιρεσίες του μύθου. Λοιπόν, η δική μου προσπάθεια : ο βάρβαρος φόνος της Παπαδάκη δεν ήταν πολιτικό έγκλημα γιατί δεν εξυπηρετούσε κανένα συμφέρον της παράταξης στην οποία ανήκε ο φονιάς. Δεν ήταν έγκλημα καλλιτεχνικού επαγγελματικού ανταγωνισμού γιατί καμιά ομότεχνη της σκοτωμένης δεν ήταν σε επίπεδο ανταγωνιστικό μ’ αυτήν, ήταν όλες σε πολύ χαμηλότερη κλίμακα η σε διαφορετικό είδος ώστε η Παπαδάκη να μην αποτελεί εμπόδιο. Δεν ήταν έγκλημα ερωτικού πάθους η αντιζηλίας γιατί παρ’ ότι το θύμα ήταν γυναίκα ανοιχτή σε μια ποικιλία σχέσεων, δεν είχε ποτέ δημιουργήσει συγκρούσεις, αντιζηλίες και δολοφονικές εντάσεις. Ήταν ένα έγκλημα μίσους; Ναι, ήταν ένα έγκλημα μίσους. Το μίσος και η θηριωδία είχαν τότε εκτοπίσει κάθε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα. Μισούσαν λοιπόν την Παπαδάκη και γι αυτό την σκότωσαν; Ασφαλώς την μισούσαν και την ζήλευαν γιατί ήταν υπέροχη από πολλές απόψεις, δηλαδή υπερείχε και τι πιο προκλητικό απ’ αυτό; Μόλις οκτώ χρόνια νωρίτερα στην Ανδαλουσία σκότωσαν το ίδιο αναίτια ένα ποιητή και ηθοποιό, τον Λόρκα, για τους ίδιους α κ ρ ι β ώ ς λόγους, επειδή ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός και 
υ π ε ρ ε ί χ ε.



Συμβολισμός ανεπίδοτος

Η  προσπάθεια του Καρατζογιάννη να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε η έρευνα του τον εμπόδισε να προσέξει το θέμα του δραματουργικά. Νοιάστηκε για το ντοκουμεντάρισμα πιο πολύ από τη θεατρική δόμηση του πονήματος του. Έστησε ένα κείμενο που κυριαρχεί η ανάγκη να απαλλαγεί η ηρωίδα του από τις κατηγορίες που υποτίθεται πως την βάραιναν και να τονιστεί καταδικαστικά ο φόνος της. Ήταν σαν μια αγόρευση συνήγορου και κατήγορου ταυτόχρονα. Στη σκηνοθεσία τον κυριάρχησε η ίδια πρόθεση. Να καταγγείλει τον φόνο, ένα τετελεσμένο που είναι αυτόματα καταδικασμένο απ’ όλους, ακόμα και απ’ τους μικρόνοες που αισθάνονται την ενοχή να τους βαραίνει. Τελικά την Παπαδάκη δεν την σκότωσε καμιά παράταξη. Την σκότωσαν οι αμείλικτες μυλόπετρες της ιστορίας και τα σκοτεινά ανθρώπινα πάθη που εκρήγνυνται στις μοιραίες κορυφώσεις  κι εκεί κατά τη γνώμη μου έπρεπε να στραφεί το έργο. 

Στο ευρηματικό φινάλε που η σκηνοθεσία εισάγει ένα δεύτερο πρόσωπο, ένα ανδρείκελο του φονιά υποτίθεται, που δυσεξήγητα, αδιευκρίνιστα,  χορεύει με το θύμα του. Θα έπαιρναν μια διαφορετική διάσταση, έργο, σκηνοθεσία και ερμηνευτική καθοδήγηση αν αυτός ήταν, σαν ένας φασματικός υπαινιγμός, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που χορεύοντας να παίρνει την Ελένη Παπαδάκη μαζί του προς ένα χώρο όπου τα ανθρώπινα δεν αγγίζουν τους αγγέλους της τέχνης - και χορεύοντας ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες που κατέβηκε εκείνη.


Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Σπαράγματα αμερικάνικου ονείρου


Σαμ Σέπαρντ : 


Fool for Love                                                                                                    


Θέατρο Άλμα. -




Ο κριτικός πηγαινοφέρνει στη μνήμη του μπρος πίσω το έργο που παρακολούθησε. Το στριφογυρίζει από δω κι από κει. Το σκέφτεται και το διατρέχει μερικές φορές, θυμάται και ξαναθυμάται την παράσταση κι ύστερα  απομονώνεται στο έργο. Απ’ το ανάδεμα του κειμένου σταματάει σε δυο σημεία που προεξέχουν. 
Η παρουσία του πατέρα είναι το ένα, του πατέρα που είναι παρών  και εντίθεται μονολογώντας αλλά είναι έξω απ’ τη δράση, σαν μια ανεξάρτητη παρουσία, σαν αόρατος απ’ τα πάσχοντα πρόσωπα, σαν αερικό που όμως αντιδρά και διαλογίζεται και σχηματίζει τον χαρακτήρα του. Αργότερα θα υλοποιηθεί, θα συμμεθέξει στη σύγκρουση. 
Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η απόσταση, η συμβολική έρημος Μοχάμπι, τα  400 μίλια που παρεμβάλει ο συγγραφέας εκτοπίζοντας το περιστατικό του σε ένα χώρο που θα μπορούσε να είναι σημείο υπερβατικό, μακριά από ένα περιβάλλον πραγματικότητας, αυτό το διάστημα που διασχίζει ο Έντυ για να βρεθεί κοντά στη Μέη. 
Ενθουσιάζεται ο κριτικός με το εύρημα και πιο πολύ όταν οι διώκτες του Έντυ, διασχίζοντας την ίδια διαστημική απόσταση τον βρίσκουν, τον πολιορκούν, τον διεκδικούν και επιχειρούν να τους σκοτώσουν. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι ο κόσμος του Έντυ, που ο καθένας μπορεί να τον αναγνωρίσει με τα δικά του μάτια.  Είναι μια γκόμενα, κορίτσι της πασαρέλας και κατ’ επέκταση του ημικόσμου, του σινεμά και των εξωφύλλων, που τον κυνηγάει μ’ ένα πιστόλι στο χέρι για να τον φέρει στην πραγματικότητα; Η μήπως είναι οι συνένοχοι του ή αντίπαλοι, είναι ίσως πιστωτές που τους χρωστάει; Το αναμφισβήτητο είναι πως αυτοί που έρχονται  θέλουν να τον αναγκάσουν να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξέφυγε για να βρεί τη Μέη.


Δυο στοιχεία ποιητικής ελλειπτικότητας


Αυτά τα δυο στοιχεία, το πρόσωπο του πατέρα, ο Όλντμεν, με την περιοδική παρουσία του σαν ψηφιακό ολόγραμμα, και το σημείο που ζει η Μέη,  ένα δωμάτιο ενός μοτέλ χαμένου σε απροσδιόριστη ερημιά, σε τόπο υπερβατικό είναι που δεν δίνουν στο έργο μια εξωπραγματική αίσθηση; Έχουμε λοιπόν να κάνουμε μ’ ένα έργο σχεδιασμένο σ’ ένα ποιητικό φόντο. Ο κριτικός νοιώθει τώρα πως μπορεί να σταθεί πιο σίγουρα για τα συμπεράσματα του. Το έργο του Σαμ Σέπαρντ «Fool for Love» είναι ένα έργο ακρότατα ρεαλιστικό, σκαλισμένο με σμίλη αδυσώπητη πάνω στη συμπαγή επιφάνεια ενός ποιητικού συμβολισμού. Αν ο κριτικός θυμάται καλά, κι απ’ όσα ξέρει, ούτε ο ίδιος  συγγραφέας, μας έχει δώσει άλλο κάτι παρόμοιο αλλά και ολόκληρη η αμερικάνικη δραματουργία δεν παρουσίασε ποτέ ανάλογο συνδυασμό. Ο Φώκνερ, για παράδειγμα, επιτρέπει συμβολισμούς αλλά σε έργα απολύτως ρεαλιστικά. Αυτό είναι ένα ακόμα συστατικό του Fool for Love που πυκνώνει τη σύνθεση του μάγματος. Η κυρίαρχη όψη ωστόσο είναι ένας  ρεαλισμός ωμός και βίαιος.

Πάθος δαιμονικό 

Πάθος ανεξέλεγκτο, απεγνωσμένο, δαιμονικό  περιτυλίγει και το αγόρι και το κορίτσι, σαν το τέρας του Λαοκόοντα και τους περισφίγγει. Η ευτυχία τους παλεύει με την ενοχή του ανόσιου, προσπαθούν να αντισταθούν, απομακρύνονται , κρύβονται, βάζουν ανάμεσα τους αναχώματα άλλους ανθρώπους σαν μονωτικά στο μαγνητισμό, βάζουν αποστάσεις, ερήμους ολόκληρες για να κομματιάσουν το μαγνάδι μα τίποτα δεν πετυχαίνει. Αυτή για να ξεκόψει καταφεύγει σε ένα μακρινό τόπο αλλά αυτός τη βρίσκει. Το αντάμωμα είναι βίαιο, οργισμένο, παθιασμένο, ορμητικό, ουρλιάζουν, συγκρούονται, χτυπιούνται, σφαδάζουν, λατρεύονται και μισιούνται. Φθάνουν πολύ κοντά στο φόνο και την αυτοκτονία. Τι λογής είναι αυτό το πάθος ο κριτικός δεν μπορεί να αποφανθεί.

Η Παράσταση
Η παράσταση που παρακολούθησα στο θέατρο «Αλμα» και που αποτελεί το ερέθισμα για όλα τα παραπάνω ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Μεταχειρίζομαι το επίθετο «εξαιρετική» καταχρηστικά και με την έννοια της πολύ καλής θεατρικής δουλειάς αφού δεν έχω να την εξαιρέσω από τίποτα σχετικό δεδομένου πως την ταινία δεν την θυμάμαι και τα δυο προηγούμενα ανεβάσματα του έργου από άλλους θιάσους σε περασμένα χρόνια δεν τα είχα δει.


Κάπου πιο πίσω, μακριά σε τόπο και χρόνο υπάρχει μια κοινωνία που παράγει άτομα σαν τους ήρωες, μια κοινωνία ξεχαρβαλωμένη με ιδανικά όπως μια εξακύλινδρη Pontiac, μια κοινωνία που έχει τραφεί με τη μυθολογία  του Χόλιγουντ κι έχει στηθεί στους πόθους μιας Ντόλυ Παρτον, μια κοινωνία που ηρωοποιεί τον βίαιο άνδρα, τον νταή, τον πιστολά, τον κατακτητή γυναικών, τον πότη, τον αδέσμευτο από κανόνες ισορροπίας και παραβάτη κάθε ηθικής αξίας, τον αδιάβροχο από κάθε αίσθημα. Αυτός είναι ο αξονικός ρόλος του πατέρα, του Old Man στο έργο, του σπορέα όχι στο βιολογικό επίπεδο μόνο αλλά στο αναπαραγωγικό της νοοτροπίας, της φιλοσοφίας, της στάσης απέναντι στο κόσμο και στον άνθρωπο. Αυτός είναι ο χρυσοθήρας του αμερικάνικου ονείρου που μόνο επιδίωξε να πατήσει το πεντάλ ενός δυνατού και μεγάλου αυτοκινήτου,  να πιάσει τις μεγάλες ταχύτητες και να ονειρεύεται πιωμένος τα τορνευτά κορμιά μυθικών γυναικών και να ξεγελιέται με πρόθυμες γυναίκες,  θύματα  κι αυτές παρόμοιων ψευδαισθήσεων που ναυαγούν παρέα συμπαρασύροντας τα παιδιά που απόκτησαν.


Στην περίπτωση του δικού μας Ολντμεν ξεπερνάει σε ξέφρενο καλπασμό τις σταθερές, σπάει τα διαζώματα των κοινωνικών στάνταρ, σχηματίζει δυο οικογένειες, αποκτάει δυο πόρτες, δυο σπιτικά και δυο παιδιά. ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τον Εντυ και τη Μέη. Και από δω ο συγγραφέας αρχίζει το χτίσιμο της ποιητικής του τραγωδίας που θα πεί πως βάζει να συγκρούεται η ιστορική ανάγκη με το υπαρξιακό κίνητρο. Ναι, το έργο είναι μια ατόφια τραγωδία με όλα τα στοιχεία δυνατά και όρθια. 
Τα δυο αδέρφια ερωτεύονται. 






Κι αυτό επειδή καθένας το καταλαβαίνει διαφορετικά ανάλογα με τις εμπειρίες, την ιδιοσυγκρασία και την νοοτροπία του. ανάλογα με την ανατροφή του η με τις αντιλήψεις του. Υπάρχει και το άλλο. Δεν ξέρουμε ποια είναι η αυθεντική σύλληψη του συγγραφέα. Ανάμεσα σε μας και σε κείνον μεσολαβεί η μετάφραση, η σκηνοθεσία και η πληροφόρηση που έχουμε από την αλλοιωμένη οπωσδήποτε κινηματογραφική εκδοχή. Το σενάριο, έστω και απ τον ίδιο το συγγραφέα προσαρμοσμένο, υπακούει στις αναγκαιότητες μιας άλλης λογικής. 
Για το θεατρικό γράφτηκαν πολλά και διάφορα σχετικά με το πάθος που συνέχει τα δυο αδέλφια. Κάποιος το είδε σαν μια καταδικαστέα παρεκτροπή κι ένας άλλος έβγαλε συμπέρασμα πως ο γιός ακολούθησε το πρότυπο του πατέρα κι ανοίχτηκε κι αυτός σε πολλαπλές σχέσεις και έρωτες. Αν πρέπει και καλά να έχω μια γνώμη νομίζω πως ο Σέπαρντ μας επισημαίνει πως το ζωώδες και συνάμα το θεϊκό της ανθρώπινης υπόστασης, τιθασεύονται σε νόμους κανόνες και φραγμούς και κώδικες αξιακούς ως ένα σημείο και πως σε κάποιες κορυφαίες στιγμές σπάνε τα υδατοφράγματα και τα πάθη ξεσπάνε ορμητικά. Ο Έντυ κυριευμένος από ένα τέτοιο μοιραίο πάθος δε θα σταματήσει να αναζητάει τη Μέη κι αυτή όσο κι αν κρύβεται δεν θα πάψει να εύχεται να τη βρεί γιατί και η δική της ύπαρξη έχει την ανάγκη του.


Αν στο μέλλον κάποια απ’ τις ολοκληρωτικές καταστροφές που αναμασάει  αδιάκοπα η βιομηχανία του κινηματογράφου, εξαφανίσει ολοκληρωτικά κάθε στοιχείο του σημερινού πολιτισμού και σε έναν σπασμό του γήινου φλοιού ξεπεταχτεί αυτό το κείμενο του Σέπαρντ, θα μπορέσει ο άνθρωπος του μέλλοντος να σχηματίσει μια ιδέα για τον κόσμο που ενέπνευσε τον συγγραφέα, τα ήθη και τα αισθήματα που περιγράφει, τα πάθη που τον κυριαρχούν και τον ψυχισμό που καθορίζει την συμπεριφορά του; Πιθανόν, εκτός εάν στο μεταξύ η ανθρωπότητα έχει τόσο πολύ χαθεί μέσα σε χαώδεις θεωρητικοποιήσεις που αναπόφευκτα θα έχει απομακρυνθεί από του αντικείμενο της που είναι το θαύμα των ανθρώπινων παθών.



Ωστόσο δεν διστάζω να θεωρήσω πως η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες των ηθοποιών τούτης της εκδοχής ήταν τέλειοι και θα με εξέπληττε αν οι συνάδελφοί τους που έπαιξαν τους ίδιους ρόλους παλαιότερα θα ήταν καλύτεροι. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου είχε μέτρο και ξετύλιξε το έργο με αίσθημα αν και το αμερικάνικο ήθος που σχολαστικά «φορέθηκε» απομάκρυναν τον αέρα  της οικουμενικότητας που αποπνέει το έργο κι ακόμα πως η βιαιότητα η μάλλον η διάρκεια της βιαιότητας, καπέλωνε σε κάποια σημεία την δραματουργία.


Ωστόσο δεν ήταν άστοχη η μεταφορά της ατμόσφαιρας του θρίλερ και οι πιστολιές που πέφτουν απ’ τους διώκτες του Έντυ, γιατί έτσι γίνεται σαφέστερος ο υπαινιγμός προς το γουέστερν μιας και απευθύνεται σ’ ένα κοινό γαλουχημένο από τέτοιες σκηνές. Οι ηθοποιοί άριστοι. Το ζευγάρι αυτής της τραγικής αλληλουχίας έλξης και απώθησης, ο Έντι και η Μέη, παίχτηκε με αξιοθαύμαστη  φυσικότητα. Η υποκριτική αξία σε κορύφωση. Συμμετοχή, ενέργεια, πάθος, δυναμική, σαφήνεια, αρετές αξιοθαύμαστες. Συγχαρητήρια Τζένη Θεωνά και Γιώργη Τσιμπουράκη. Δεν συναντάμε συχνά ηθοποιούς της δικής σας αξίας. Πρόσωπο παρένθετο που δρασκελίζει το χώρισμα του υπερβατικού  ο κηπουρός Μάρτιν του Βασίλη Θεολόγου κρατήθηκε σε μια ισορροπημένη πραότητα, σύνεση κι έδωσε πολύ πειστικά το αίσθημα του ανθρώπου που βρίσκεται απροσδόκητα στη δίνη ενός κυκλώνα. Πολύ καλός. 
Αυτός ωστόσο που προκαλεί θαυμασμό είναι ο Γιώργος Κέντρος, που κατορθώνει να συνθέσει το πρόσωπο ενός ασυνείδητου πατέρα, αποχαυνωμένου από τα δέλεαρ μια καταναλωτικής κοινωνίας, τον κυνηγό άπιαστων φαντασιώσεων, οργισμένο και ταυτόχρονα συμβιβαστικό, θύμα και θύτη, έναν κρίκο μιας αλυσίδας χρεωκοπημένων αξιών, έναν άνθρωπο με σαφή χαρακτηριστικά του τόπου και της εποχής του αλλά απολύτως αναγνωρίσιμο και στον δικό μας σημερινό κόσμο.

Γιώργος Χατζηδάκης



Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ψιλοδουλεμένο κέντημα ιστορίας και τέχνης

Χρύσας Σπηλιώτη  

Ο Γιός μου ο Νικόλαος Μάντζαρος

Θέατρο Vault

Η έννοια του θεάτρου είναι μορφωτική όχι μόνο γιατί μορφώνει, δηλαδή διδάσκει, διανέμει τη γνώση, αλλά και με τη σημασία πως μορφοποιεί την ιστορία, το αφήγημα, τον μύθο και τον μεταπλάθει σε δρώμενο. Κι ακόμα πως αναπλάθει πρόσωπα, συνθέτει χαρακτήρες, επινοεί πάθη, δημιουργεί συγκρούσεις και πλοκές, ζωντανεύοντας στα μάτια του θεατή μια  πεποιημένη πραγματικότητα που μπορεί να είναι  φανταστική έμπνευση η  ιστορική εικασία. Αυτές είναι σε μια παράγραφο οι σκέψεις για την μορφωτική – με την πολυσήμαντη έννοια – αξία του θεάτρου, σκέψεις που ανέκυψαν παρακολουθώντας την παράσταση όπου η Ρεγγίνα Μαντζάρου ανοίγει το υπαρξιακό της εγκόλπιο και γυρνώντας το σελίδα σελίδα μας ζωντανεύει το γιό της Νικόλαο, τον πολύχορδο μουσουργό γενάρχη της εθνικής μας μουσικής. Εδώ ακριβώς δικαιώνεται η πολλαπλότητα της έννοιας του θεάτρου ως πηγή μόρφωσης.

Η Χρύσα Σπηλιώτη βρίσκεται πίσω από αυτό το μέγα επίτευγμα, προσφορά πολύπλαγκτη, που απ’ τη μια προσφέρει γνώση κι απ’ την άλλη σχηματίζει στο κενό γεγονότα, πρόσωπα και διεξαγωγές συναρμολογώντας σαν ψηφιακό ολόγραμμα ένα πειστικό ιστορικό χώρο. Στήνεται και ζωντανεύει μια εποχή, μια κοινωνία, ένα σύστημα αξιών, μια νοοτροπία, σχέσεις και χαρακτήρες, συγκρούσεις και αισθήματα με δραματουργική δεξιοτεχνία και με υποκριτική ευφράδεια συνάμα.  Ζούμε και γνωρίζουμε την ηρωίδα που περιγράφει το βίο της, τις υποταγές και τις παραχωρήσεις της στο δεσποτισμό του συζύγου και την βλέπουμε να απολαμβάνει την ανταρσία και τον θρίαμβο του καλλιτέχνη γιού της, του "Νικολέτου" της, που πλημμυρίζει με τις μουσικές του τους ορίζοντες της κοσμογονικής πρώτης εικοσαετίας του 19ου αιώνα. Αυτές τις εποχές που οι επιρροές από Δύση κι Ανατολή ξεχύνονταν πάνω στα Επτάνησα, τα αλλότρια ήθη που εισέβαλλαν στην κορφιάτικη κοινωνία, τους κατακτητές που εναλλάσσονταν, της ζωής τα φερσίματα και τα γυρίσματα που περιγράφονταν και παρασταίνονταν με ενάργεια που δεν σ’ αφήνει ούτε στιγμή. Εικόνες απ’ τις σελίδες, του Αντώνιου Μάτεσι, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Γρηγόριου Ξενόπουλου και άλλων νεότερων όπως το επικό μυθιστόρημα της Μαρίας Σκιαδαρέση Χάλκινο γένος. Γενναιόδωρη προσφορά του θεάτρου, δραματουργίας και υποκριτικής με δυο λέξεις της Χρύσας Σπηλιώτη.


Και σε πολλές άλλες πηγές φαίνεται πως ανέτρεξε η συγγραφέας Χρύσα Σπηλιώτη πριν παραδώσει το γραπτό της στη Σπηλιώτη ηθοποιό για να ζωντανέψει τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Γλωσσικοί ιδιωματισμοί, προφορά και συμπεριφορά, αναφορές, στάσεις και κινήσεις με τόση επιμέλεια και προσοχή δουλεμένα που προκαλούν θαυμασμό και για το γράψιμο και για το παίξιμο. Ναι, είναι απαραίτητο να σταθούμε στην υποκριτική  δεξιοτεχνία της ερμηνεύτριας. Έκπληκτος ο θεατής παρακολουθεί να ξετυλίγεται μπροστά του ένας εκφραστικός πλούτος, ένα ψιλοδουλεμένο κέντημα με θαυμαστή ικανότητα και επιμέλεια δουλεμένο, με ευστροφία στολισμένο με λεπτουργικά ποικίλματα, χορεύοντας, τραγουδώντας και γελώντας , μπαινοβγαίνοντας ασταμάτητα σε μια εύφορη γκάμα αντιδράσεων και στήνεται ολοζώντανος εκεί μπροστά στα μάτια του ένας χαρακτήρας, μια ζωή και μια εποχή. 



Σ’ αυτό το αποτέλεσμα αναμφισβήτητα έχει μερίδιο και ο σκηνοθέτης Αυγουστίνος Ρεμούνδος. Οπωσδήποτε οργάνωσε την παράσταση, υπέδειξε στην ερμηνεία και διόρθωσε, πρόσθεσε και αφαίρεσε, παρακολουθώντας ωστόσο την διεξαγωγή του όλου σκηνικού επιτεύγματος ο θεατής δεν μπορεί να ξεχωρίσει που και σε ποια σημεία συνέβαλε και πόσο. Από πείρα και γνώση ωστόσο καταλήγουμε πως όποιος σκηνοθέτης και όσο ευφάνταστος και ευρηματικός κι αν είναι, η συγκεκριμένη ηθοποιός αποτελεί το όργανο που εκτελεί την παρτιτούρα και στην παράσταση που αναφέρομαι την εκτελεί με τον τρόπο που προσπάθησα να περιγράψω παραπάνω. Η σκηνογραφική συμμετοχή  δεν συμφώνησε με το υπαινικτικά ρεαλιστικό πατρόν της υποκριτικής και  δοκίμασε να συμπαρασταθεί με συμβολικές τοποθετήσεις. Μια επιβλητική κορνίζα και ένα ριντώ – πλέγμα - πέργκολα δεν βοηθούσαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας ούτε ψυχολογικής ούτε ιστορικής. Μια λεπτομέρεια που το κείμενο και το παίξιμο την προσπέρασαν κάνοντας την αδιόρατη.



Αναφέρθηκα στην αρχή  στην μορφωτική έννοια και αξία του θεάτρου και είναι αναγκαίο να επιστρέψω σ’ αυτό. Ποιος άλλος τρόπος θα μπορούσε να αποβεί εντελέστερος για να πληροφορηθεί, να μάθει και να γνωρίσει ο έστω και εν μέρει ενήμερος πόσον μάλλον ο απληροφόρητος θεατής τα όσα με την ανάγλυφη βιωματική της υποκριτική μας έδειξε η Χρύσα Σπηλιώτη, προβάλλοντας μας ένα χρονικό που στις σελίδες του συμπεριλαμβάνει και τις παραγράφους της ιστορίας μας και  το κεφαλαιώδες γεγονός της κυοφορίας και της γέννησης του Ύμνου στην ελευθερία του Σολωμού. Συμπτωτικά και σύγχρονα με την γέννηση της εθνικής μας μουσικής. Αξιοθαύμαστη δουλειά από πολλές απόψεις κι ευχαριστούμε την Χρύσα Σπηλιώτη, τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο και τους παραγωγούς του θεάτρου Vault που είχαν αυτή τη λαμπρή ιδέα να προτείνουν αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο να κοιτάξουμε τις μεγάλες μορφές της εθνικής μας πινακοθήκης.



Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Τι κομίζεις εις την τέχνη με τη σκηνή του αυνανισμού, ω Φεζολλάρι ;


Ελβίρα Ντόνες: 
Ορκισμένη Παρθένα                                               

Φεστιβάλ Αθηνών


 Στην Αλβανία οι γυναίκες ζουν μια φρικτή καταπίεση. Όπως και σε όλα τα βαλκάνια ανάλογα με την κουλτούρα του κάθε λαού, κατά περίπτωση το φαινόμενο είναι σκληρότερο η ηπιότερο. Στην ανατολική Τουρκία για παράδειγμα, σε απλές παραβιάσεις των κανόνων ( υπάρχουν κι εκεί ανάλογοι κανόνες και όρκοι) η ποινή είναι θάνατος. Ωστόσο στη βόρεια Αλβανία ιδίως, που όλες οι νοοτροπίες είναι ερμητικές, οι αντιλήψεις για τη γυναίκα είναι πολύ σκληρές.  Φυσικά αφήνουμε απ’ έξω τις συνθήκες στα θεοκρατικά καθεστώτα, στις μπούργκες, στην κλειτοριδεκτομή και στους θανάτους με λιθοβολισμό σε κάθε παραβίαση των κανόνων. Απ αυτή την άποψη το έργο – σενάριο του Φεζολλάρι, μεταφορά από νουβέλα της Ελβίρα Ντόνες και απόπειρα μεταφοράς στην σκηνή της ταινίας της Λάουρα Μπισμπούρι, δεν έχει να μας πει τίποτα καινούργιο, ούτε βρήκε κανέναν ιδιαίτερο τρόπο να μας το πει.  

Ωστόσο η περίπτωση της γυναίκας που δίνει όρκο πως θα παραμείνει παρθένα, πως βγαίνει απ’ το αναπαραγωγικό παιχνίδι, πως δηλώνει ουδετερότητα, μια «μοναχή» εν τω κόσμω, με συμπεριφορά, εμφάνιση  και όνομα αντρικό, μια ταγμένη στην αποχή, δεν είναι θέμα χωρίς ενδιαφέρον. Αντίθετα το ίδιο θέμα στην ταινία προκάλεσε έντονες εντυπώσεις και καλές κριτικές. Αυτό το ίδιο θέμα  σε θεατρική μεταφορά θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ενδιαφέρον αν είχε αναπτυχθεί με έναν ειρμό, με μια συνέπεια, με μια λογική ώστε ο αποδέκτης να παρακολουθεί απρόσκοπτα την αφηγηματική διεξαγωγή, έστω και με ελλειπτικότητες ποιητική αδεία και με τα εμβόλιμα που καλοβαλμένα υπάρχουν και στην ταινία. ( Η ταινία, για κάθε ενδιαφερόμενο είναι προσφερόμενη στο ΟΤΕ/ΤV.) 

Αντίθετα το όλο θέαμα στην παράσταση που παρακολουθήσαμε ήταν ασυνάρτητο, ασύντακτο, φίρδην μίγδην και ο θεατής απελπίζεται όσο κι αν προσπαθεί του να βρεί έναν μπούσουλα, έναν δρόμο  για να παρακολουθήσει το αφήγημα. Σαν να σκόρπισαν οι σελίδες του σεναρίου και οι σκηνές φτάνουν στη σκηνή ανάκατες, μπρος πίσω, σαλατοποιημένες, που κανένα άλλοθι περί τάχα άποψης δεν μπορεί να το δικαιολογήσει. Για όποιον έχει παρακολουθήσει την ταινία φαίνεται πολύ καθαρά πως ο σκηνοθέτης της παράστασης προσπαθεί απελπισμένα και ατελέσφορα να κοπιάρει την ταινία αλλά στο κοπιάρισμα στραβοπατάει, μπερδεύεται, τσαλαβουτάει και στραπατσάρεται.



Υπάρχει και "Κανούν" του θεάτρου

Ωστόσο, όπως υπάρχει ο «Κανούν» για τη συμπεριφορά της γυναίκας στην Αλβανία έτσι υπάρχει και κανόνας απαράβατος, ο χρυσός «Κανούν του θεάτρου», που έχει δυο πολύ βασικά άρθρα και είναι απαραίτητο να τηρούνται για να λειτουργήσει μια παράσταση. Πρώτο να προκύπτει κάποιο ενδιαφέρον στην ιστορία που αναλαμβάνει να αφηγηθεί ο υπεύθυνος και δεύτερο να μας την αφηγηθεί με τρόπο, εύληπτο, κατανοητό, αισθητικό, ευπρόσδεκτο.  Στην περίπτωση της θεατρικής παράστασης της «Ορκισμένης Παρθένας» και οι δύο κανόνες παραβιάζονται βάναυσα. Το όποιο ενδιαφέρον μπορεί να έχει το θέμα εξατμίζεται από την ανεπάρκεια του σκηνοθέτη να το αφηγηθεί με θεατρικούς όρους. Επί πλέον προσβάλλεται κάθε έννοια θεάτρου, σκηνικής διεξαγωγής και υποκριτικής ικανότητας, ρυθμών, κίνησης και εικαστικής συμμετοχής και στοιχειώδους καλλιτεχνικού σεβασμού. Κι ακόμα στοιχειώδης μέριμνα για την προφύλαξη του θεατή από οποιασδήποτε μορφής κακουχία όπως η βάσανος των υπερβολικών και συνεχών κραυγών, οι εκκωφαντικές εντάσεις των ηχείων που μαζί με τα προαναφερθέντα δημιουργούσαν  αφόρητες και κυριολεκτικά απάνθρωπες συνθήκες για κάποιον που αποφάσισε να παρακολουθήσει το θέαμα.

Ιστορικά παραδείγματα και ευκαιρίες

Αρθρογραφώντας  κατά καιρούς, παλαιότερα αλλά και πρόσφατα, έχω  τονίσει την ιστορική αναγκαιότητα να αναλάβουμε πρωτοβουλίες πολιτιστικών δεσμών με τις γειτονικές μας χώρες, κυρίως τους βαλκανικούς λαούς που μας συνδέουν πολλά και ποικίλα. Η γλώσσα μας, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία με τις αυξημένες επικοινωνίες μεταξύ των γειτονικών πληθυσμών, Αλβανών, Σκοπιανών, Ρουμάνων, Σέρβων, Τούρκων, έχει σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό διαδοθεί. Η ιστορία, η μυθολογία και οι παραδόσεις, τα λαϊκά δρώμενα, τα τραγούδια όλων την βαλκανικών λαών έχουν μια κοινή  αφετηρία. Οι εθνολογικές ιδιαιτερότητες εξ άλλου, κυρίως στα απομονωμένα μέρη των χωρών, στους τόπους των κλειστών ηθών και των διαιώνιων παραδόσεων, έχουμε κι εκεί κοινά στοιχεία. Στις ελληνικές δραματικές σχολές, σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε θεατρικές παραστάσεις το αλβανικό κυρίως στοιχείο είναι εντυπωσιακά παρόν. 
Ο υπογραφόμενος είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ στενά με δυο Αλβανίδες ηθοποιούς σε έργα κλασικού ρεπερτόριου και σαν καθηγητής δραματικών σχολών είχα πολλούς μαθητές από τον μεταναστευτικό χώρο. Παρακολούθησα εξ άλλου τα γυρίσματα ενός νέου ιδιαίτερα προικισμένου και βραβευμένου Αλβανού σκηνοθέτη και είμαι σε θέση να μιλήσω με θαυμασμό για την απόδοση των θεατρικών και κινηματογραφικών συμπράξεων Ελλήνων και αλλοδαπών γειτόνων. Πρόχειρα μπορώ να θυμηθώ την παράσταση «10%»  που είχα παρακολουθήσει στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» και την είχα εγκωμιάσει αλλά και πολλές άλλες περιπτώσεις που μπορούν να εξαρθούν για την ποιότητα τους. Η συγκεκριμένη παράσταση της «Ορκισμένης Παρθένας» δεν προσφέρει κανένα σημείο όχι επαίνου αλλά ούτε απλής ανοχής. Αντίθετα μας εμπνέει απέχθεια και αγανάκτηση, αναθεωρήσεις και επιφυλάξεις.

Παρθενόπη Μπουζούρη

Ναι, η φεστιβαλική παράσταση του Φεζολλάρι ήταν μια θεατρική κακομεταχείριση από κάθε άποψη, όλων των στοιχείων, των παραμέτρων και όλων των ατόμων που συμμετείχαν, εκτός από την κύρια και ξεχωριστής συμμετοχής ηθοποιό που διασώθηκε εν μέσω γενικού χαμού, την Παρθενόπη Μπουζούρη, μια γυναίκα που ως σήμερα μας έχει δώσει καλά ως εξαιρετικά δείγματα υποκριτικής ποιότητας και σκηνικού ήθους. Με εντυπωσιακή εμφάνιση και καλοφτιαγμένο σώμα, σε οφθαλμοφανή αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα. Αναμφισβήτητα και μέσα απ’ αυτόν τον συρφετό η παρουσία της ξεχωρίζει από κάθε άποψη. 
Αυτή η καθαρή διάκριση εμπνέει και έναν παραλληλισμό σε σχέση με το βασικό θέμα του αφηγήματος. Το όλο αντιαισθητικό, αποτρόπαιο και βίαιο περιβάλλον, άνθρωποι, σκηνογραφία, σκηνοθεσία, μουσικές επιλογές, κακοτεχνίες, ασχήμια κλπ αποτελούν ένα σύνολο βαρβαρότητας που έχει κυκλώσει την συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα και  την στραγγίζει, την πνίγει, την διαπομπεύει, την εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο ξεμερδίζοντας την. Τι αδικία ! Ο συμβολισμός ωστόσο είναι αναγνώσιμος.



Ένας κριτικός όταν έχει περάσει πολλά χρόνια υπηρετώντας αυτή την ιδιότητα έχει κατακτήσει το δικαίωμα και την υποχρέωση να θέτει ερωτήσεις με απαίτηση να πάρει απάντηση . Με βάση αυτό το σκεπτικό ρωτάω τον αυτουργό που έχει την ευθύνη και την έμπνευση, ποια καλλιτεχνική, νοηματική, ιδεολογική η κοινωνική αναγκαιότητα επέβαλε την ωμή σκηνή του αυνανισμού, της γυναίκας που ολόγυμνη και όρθια αυνανίζεται στο προσκήνιο φάτσα φόρα; Το ίδιο ερώτημα προκύπτει και για τον βιασμό που με τον ίδιο τρόπο και πολύ πιο χυδαία εκτελείται επίσης στο προσκήνιο; 
Τι εκόμισες εις την τέχνη άμοιρε Φεζολάρι με τις άθλιες καθαρά και μόνο πορνογραφικές αυτές σκηνές;  Ελπίζω κάποιος απ’ τους αυτουργούς να μου απαντήσει η έστω κάποια απ΄ τα ενεργούμενα που γράφουν τις ενθουσιώδεις κριτικές. Στο μεταξύ κουνάω μελαγχολικά το κεφάλι με τη διαπίστωση πως νοσούμε πολύ βαθειά ως κοινωνία και πως το θέατρο έχει μολυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Ποια λοιπόν η καλλιτεχνική αναγκαιότητα του χυδαία και αναίτια προβεβλημένου αυνανισμού στην παράσταση σου ω Φεζολλάρι; Υπάρχει απάντηση;

Γιώργος Χατζηδάκης


ΥΓ. Μια απορία. Αυτή η αλλόκοτη φιγούρα που περιφερόταν άσκοπα κι άλλοτε καθόταν, χωρίς οργανικό ρόλο ψελλίζοντας που και που κάποια άσχετα και δυσδιάκριτα, ήταν η σκηνοθέτης και καθηγήτρια λόγου Άντζελα Μπρούσκου που κάποτε με είχε εντυπωσιάσει με μια εξαιρετική «Μήδεια» κι αργότερα στο «Ναι» της Καραπάνου;





Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Θεοφαγία, η μήπως πολλά περισσότερα


 Τένεσση Ουίλιαμς : Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι»                     

Ελληνικό Φεστιβάλ - Εταιρία Θεάτρου «Χάπι Εντ».


Ευτύχησα να παρακολουθήσω την παράσταση ενός από τα σπουδαιότερα θεατρικά έργα του 20ου αιώνα. Δυσκολεύομαι να φέρω στο μυαλό μου έργα με ανάλογη αξία. Μετακινώντας την αναζήτηση μου σ’ όλη την πορεία της μεταβιομηχανικής δραματουργίας δεν συναντώ σε κανέναν χώρο έργα με τέτοια σαφήνεια και λιτότητα της εικόνας των δυτικών κοινωνιών, της ηθικής και των μηχανισμών συμπεριφοράς, νοοτροπίας και ηθικής, ψυχοπαθολογικής νοσηρότητας, διαστροφών και εξαρτήσεων, υπαρξιακής απόγνωσης και πολλαπλών καταπιέσεων σε βαθμούς εκρηκτικούς. Σε συμβολισμούς και προεκτάσεις. Αλλά και έργα διορατικά, προφητικά σε βάθους μισού αιώνα στο μέλλον. Αυτή είναι η πολιτική ανάγνωση του έργου. Η μια του διάσταση. Η άλλη πλησιάζει περισσότερο, εισχωρεί σαν νυστέρι με κάμερα και περιγράφει τις εσωτερικές λειτουργίες των παθών δίνοντας στο θεατή δυο εικόνες ταυτόχρονα, μια της όψης, του περιβάλλοντος και μια δεύτερη των έσωθεν αναταραχών και μοχλεύσεων.



Πρόσωπα κυριευμένα από δυνατά πάθη, ανάγκες και κίνητρα, συμφύρονται, σφαδάζουν κυριολεκτικά, συγκρούονται εξαναγκάζοντας, εκβιάζοντας, απειλώντας, εκλιπαρώντας, με μοναδικό στόχο να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια, να διατηρηθεί η πλάνη, να μην διαλυθεί ο μύθος, αξία άξονας του συστήματος, να μην αμαυρωθεί το ιερό πρόσωπο. Σαν μια συνωμοσία ενός ιερατείου με αλληλοεξαρτώμενα συμφέροντα που πασχίζει να μην αποκαλυφθεί πως ο θεός είναι ανόσιος. Είναι μια ακραία ερμηνεία, μια ανάγνωση που μας πάει πολύ μακριά σε προεκτάσεις που ο συγγραφέας, ίσως ή βέβαια δεν είχε την πρόθεση να μας μεταφέρει, να ταυτίσει δηλαδή τον Σεμπάστιαν, με τον μαρτυρικό του θάνατο και την ωμοφαγία του θεϊκού σώματος ( "λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου" ) με την έννοια κάποιου θεού η προφήτη. Ας εγκαταλείψουμε την άποψη αυτή που ξεστρατίζει την κριτική μας αν και θα μπορούσαμε να την υποστηρίξουμε στερεότερα με προσφυγή στις μελέτες του Ρόμπερτ Γκρέιβς, του Γιαν Κοττ, του δικού μας Γιώργου Πεφάνη κ.ά περί της ωμοφαγίας του σώματος του θεού για να γεννηθεί εκ νέου. (Διόνυσος). Δεν πιστεύω ωστόσο πως ο συγγραφέας είχε συγκεκριμένο κάποιον τέτοιο στόχο, αν και το όνομα Σεμπάστιαν, άγιος Σεβαστιανός με μαρτυρικό όρθιο θάνατο, προστάτης των ανδρών, όπως και τα σαρκοφάγα φυτά που τρέφει στη σέρα του, όλα αυτά τα σήματα θα μπορούσαν να μας «πονηρέψουν», η συγγραφική ιδιοσυγκρασία του Ουίλιαμς εν τούτοις μας αποτρέπει να στραφούμε προς μια παρόμοια πρόθεση. Εγκαταλείπουμε λοιπόν την αποσημειολόγηση - αν και είναι προκλητική - και περιοριζόμαστε σε οικείες ευανάγνωστες προσεγγίσεις.




Γίνεται σαφές από το κείμενο πως η πλούσια Χάριετ Βέναμπλ και ο γιος της Σεμπάστιαν είχαν αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση, κατακάθαρα ερωτική. Εξάρτηση και κτητικότητα. Είναι ξεκάθαρο επίσης πως ο γιος είναι ομοφυλόφιλος και στα ταξίδια που τον συντρόφευε η μητέρα του, αναζητούσε ερωτικούς συντρόφους και τον ίλιγγο μιας έξαψης. Στο τελευταίο ταξίδι του αναγκαστικά τον συντρόφεψε η εξαδέλφη του Κάθρην, όμορφη και θελκτική που ο αδίστακτος Σεμπάστιαν της ζήτησε να εμφανίζεται όσο το δυνατόν πιο προκλητική, ένα ερωτικό δέλεαρ για να κεντρίζεται το ενδιαφέρον το αγοριών προς τους δυο τους. Τα ντόπια μαύρα αγόρια, μαζεύονται πεινασμένα και βουλιμικά πίσω από ένα διαχωριστικό κιγκλίδωμα που τα κρατούσε σε απόσταση. Ένα σύνορο ασφαλείας ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε δυο πολιτισμούς, σε δυο παραλλαγές του ανθρώπινου είδους που η καθεμιά επιβουλεύεται την άλλη. Ο Σεμπάστιαν εκπροσωπεί τον αναπτυγμένο κομμάτι της ανθρωπότητας, το εξελιγμένο, το προϊόν μιας εκλεπτυσμένης κουλτούρας, χορτάτης και καλοζωισμένης, τρυφηλής και εκφυλισμένης, έκδοτης σε αναζήτηση ηδονών και απολαύσεων κι απ’ την αποκεί πλευρά, το σμάρι των αγοριών, ημιάγριων, ανήμερων, πεινασμένων διεγερμένων και εξαγριωμένων, με ένστικτα αχαλιναγώγητα. Ο Σεμπάστιαν παραβιάζει το σύνορο, σπρωγμένος από ασυγκράτητο παροξυσμό του πάθους του περνάει στο χώρο του άλλου κόσμου και ανεβαίνει ένα λόφο. (άλλη μια σημειολογική πρόκληση). Τα αγόρια τον ακολουθούν. Τον φθάνουν και κόβοντας κομμάτια από το κορμί του τον τρώνε. Η Κάθρην, συνταραγμένη από τη φρίκη της κανιβαλικής τελετουργίας που έγινε μάρτυρας επιστρέφει και αφηγείται το περιστατικό. Η μητέρα αρνείται την πραγματικότητα της αφήγησης αποκρούοντας το φρικτό τέλος του γιου της που διαλύει την ιδεώδη εικόνα του αποκαλύπτοντας και το νοσηρό του πάθος. Προσπαθεί εκβιάζοντας αλλά και δελεάζοντας με δωρεές έναν ψυχίατρο (ο πειθαναγκασμός της επιστήμης στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων;) να διαγνώσει σχιζοφρένεια και να φθάσει ως τη λοβοτομή στην ανιψιά της, προκειμένου να σταματήσει η να υπονομευθεί η αποκάλυψη. Ταυτόχρονα πιέζει την μητέρα και τον αδελφό της Κάθρην, με οικονομικά ανταλλάγματα να πείσουν την μοναδική μάρτυρα να αλλάξει την περιγραφή των γεγονότων. Ένα δίκτυο ψυχαναγκασμών, απειλών και εξαγορών που δεν καταφέρνουν τελικά να κάνουν την εξαδέλφη να σωπάσει κι έτσι μέσα σε μια κρίση που βαθμιαία και σπασμωδικά κορυφώνεται ολοκληρώνει την περιγραφή.


Τι να θαυμάσει ως εδώ ο σχολιαστής; Την πλέξη και την πλοκή των γεγονότων, την λιτότητα και την σαφήνεια της εξέλιξης, την πλαστική διαγραφή των ρόλων, των χαρακτήρων, των μεταπτώσεων και των αντιδράσεων, την ποίηση που τυλίγει αυτό το φρικιαστικό δραματούργημα, τον ευκρινή συμβολισμό των προσώπων που το καθένα είναι γρανάζι και ελατήριο ενός απάνθρωπου και ανήθικου μηχανισμού; Την ιδιομορφία της σύλληψης που το κεντρικό πρόσωπο του δράματος, αυτός που με τη ζωή και τον θάνατο του φόρτισε με εκρηκτικές γομώσεις όλα τα πρόσωπα που αγκομαχούν εξ αιτίας του απουσιάζει;. Τι πρωτότυπη και συνάμα ιδιοφυής έμπνευση να στήνεται ένα έργο στην απουσία του πρωταγωνιστή, στις συνέπειες ενός φρικώδους τέλους, μιας μακάβριας τελετουργίας η μήπως ενός Μυστηρίου. Δύσκολη δουλειά για ένα κριτικό σημείωμα να αφεθεί στις προκλήσεις, εκεί όπου τον τραβάει η σαγήνη της περαιτέρω ανάλυσης. Δύσκολο να αγνοήσει τις προτάσεις για εξερευνήσεις και αναλύσεις που δέχεται σχεδόν από κάθε παράγραφο του πολυπρισματικού αυτού έργου. Αλλά το παρόν μια κριτική είναι και τίποτα πιο φιλόδοξο. 


Στρέφομαι λοιπόν στο κιγκλίδωμα. Στο σύνορο των δύο κόσμων. Στο φράγμα που προφυλάσσει τον πολιτισμένο κόσμο μας από το ποσοστό της ανθρωπότητας που πεινάει, νοσεί, αλληλοσπαράσσεται, στερείται και επιθυμεί τα στοιχειώδη της διαβίωσης και μας επιβουλεύεται. Παρατηρώ το σκόπιμο μοστράρισμα της προκλητικής Κάθρην στην κορυφή του τείχους να διεγείρει τα ζωώδη πεινασμένα αγόρια του από κει κόσμου και σκέπτομαι διάφορες εκμαυλιστικές αντιστοιχίες, όπως τις τηλεοράσεις των δυτικών χωρών που προβάλλουν τον λαμπερό δικό μας κόσμο, την ευμάρεια, τον επίγειο παράδεισο των απολαύσεων, των ηδονών και της αφθονίας και δεν δυσκολεύομαι να παραλληλίσω το διαχωριστικό κιγκλίδωμα που παραβιάζουν τα μαύρα αγόρια με την πλημμύρα της ασυγκράτητης μετανάστευσης των μαζών του τρίτου κόσμου που ξεχύνεται ασταμάτητα πεινασμένες και αρπακτικές προς τον δικό μας ευδαίμονα κόσμο. Ακόμα κι αν είναι συμπτωματική η συγκυρία και η αντιστοιχία του έργου, αν θεωρείται αυθαίρετος ο συσχετισμός και η σύμπτωση ερήμην των προθέσεων του συγγραφέα, τα φαινόμενα της εισβολής που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία μας επιτρέπει να το αθροίσουμε και αυτό το στοιχείο στα θετικά δεδομένα του έργου.




Η σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη παρομοιάζεται με μια κρυστάλλινη και διαυγή δημιουργία ενός κορυφαίου γλύπτη υαλουργού. Δεν θάμπωσε το έργο πουθενά, δεν νοθεύτηκε με επεμβάσεις, σκηνοθετισμούς και τα τοιαύτα, όλα αυτά που φανερώνουν την αγωνία, τη φαυλότητα και την μικροψυχία του σκηνοθέτη να δηλώσει τη συμμετοχή του. Παρ’ ότι η σκηνοθέτης είχε και την άνεση, σαν μεταφράστρια η ίδια να παρέμβει στο κείμενο εντούτοις η αυθεντική γραφή πέρασε απ΄ τους ηθοποιούς στο θεατή ανόθευτη και αμόλυντη από δηλητηριώδης «δημιουργικές» προσθήκες και αλλοιώσεις. (Η τελική ατάκα του γιατρού που αφαιρέθηκε, ούτε απαραίτητη ήταν αλλά και μείωνε την κορύφωση του τραγικού ). Αυτό ήταν ένα κύριο πλεονέκτημα. Με αυτό σαν βάση η σκηνοθεσία σεμνά, λιτά και με συγκεκριμένη άποψη και αισθητική, ρυθμό και εκφορά κίνησε τους ηθοποιούς σε τροχιές και κλίμακες προς ένα εντελώς καινούργιο αποτέλεσμα. Τα πρόσωπα είχαν καθαρές διαδρομές, διασταυρώσεις, αντιπαραθέσεις, συσπειρώσεις και απομακρύνσεις, εισόδους και εμφανίσεις υπακούοντας σ’ ένα γενικό σχεδιασμό που ωστόσο φαινόταν σαν όλα να γίνονταν αυθόρμητα και παρορμητικά. Στις ευφυείς πρωτοβουλίες της σκηνοθεσίας να σημειώσουμε την εμφάνιση της νοσοκόμας (Ναζίκ Αϊδινιάν), όχι όπως την έχουμε συνηθίσει σε όλες τις άλλες παραστάσεις, με την λευκή μπλούζα της νοσηλεύτριας αλλά εδώ να παρίσταται με το κοστούμι της αδελφής καλόγριας, προσθέτοντας έναν σαφή υπαινιγμό για την παρουσία και την παθητική στάση του ιερατείου, της εκκλησίας, πάσης θρησκείας και δόγματος, σ’ όλο τον σατανικό πλέγμα της πολυπλόκαμης ανηθικότητας που εκτυλίσσεται. Μια δραματουργική προσθήκη διακριτική αλλά σημαινουσα.


Έχω την εντύπωση πως η σκηνοθέτης δεν είχε να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην καθοδήγηση των ρόλων. Η διανομή που επέλεξε, σοφή και καίρια, της εξασφάλισε ερμηνείες υψηλής ποιότητας. Με ποιες φράσεις να εκφράσουμε την αίσθηση μας για την εξαιρετική υποκριτική απόδοση της Μαρίας Κεχαγιόγλου στο ρόλο της μητέρας που ψύχραιμα στην αρχή και σε αγωνιακή κλιμάκωση στη συνέχεια προσπαθούσε να αποτρέψει την αποκάλυψη; Δυο λέξεις αρκούν : λαμπρή ερμηνεία. Ενώ για τη ταραχή που κατέχεται και μεταδίδει, για το ασθματικό άγχος με το οποίο φόρτισε η Ελίνα Ρίζου τον παραληρηματικό μονόλογο της Κάθρην, κυριευμένη από το περιστατικό που βίωσε, μπορώ να μιλήσω για την καλύτερη ερμηνεία απ όσες παραστάσεις του ίδιου έργου και του ίδιου ρόλου έχω παρακολουθήσει ως σήμερα, συμπεριλαμβανομένης και της της Λυμπεριπούλου στην παλιά παράσταση του θεάτρου Τέχνης όπως και της κινηματογραφικής εκδοχής. Πολύ καλοί ως εξαιρετικοί οι ηθοποιοί των άλλων ρόλων με την Άννα Μάσχα να ξεχωρίζει στο ρόλο της μητέρας της Κάθρην, αλλά και ο Βαγγέλης Αμπαζής στο ρόλο του γιατρού και ο Γρηγόρης Μπαλάς στο ρόλου του αδελφού καθόλου δεν υστέρησαν. 


Το σκηνικό της Άρτεμης Φλέσσα, απογοητευτικό. Ένα θερμοκήπιο με τροπικά φυτά, αλλόκοτα, δηλητηριώδη και σαρκοφάγα, δημιούργημα του ίδιο του Σεμπάστιαν, προσωπικός χώρος ενός παράδοξου πλάσματος όπως αυτός, ένας τόπος που έχουν αποτυπωθεί οι νοσηροί οραματισμοί κάποιου που τώρα απουσιάζει, ένα τέμενος, ένα άντρο, ένας ναός, άδειος τάφος ενός απόντος θεού, δεν έπρεπε να είναι ένα ψυχρό τζαμωτό σαν συνεργείο, με τα κάποια ομοιόμορφα ασαφή ρόδα, σαν ρομποτάκια, σαν προϊόντα από ίδιο καλούπι, παρατεταγμένα με μόνο ιδιαίτερο στοιχείο την φευγαλέα αδιόρατη ριγιλότητα, ακατανόητη εν πολλοίς. Το εικαστικό δυστυχώς παραμελήθηκε, αυτή είναι η αλήθεια.


Γιώργος Χατζηδάκης



Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Ατυχής και απογοητευτική εμπειρία


«Οι Κόρες» Στο Μικρό Χρηματιστήριο


 Η τήρηση  στοιχειωδών κανόνων της φυσικής πρέπει να είναι στα πρωτεύοντα μελήματα μιας σκηνοθεσίας γιατί η παραβίαση τους είναι πιθανό να εμποδίζει τον αποδέκτη θεατή να παρακολουθήσει το θέαμα που ο σκηνοθέτης δημιούργησε αποκλειστικά γι αυτόν. Και για να γίνω συγκεκριμένος ας ανάψουμε σ΄ έναν σκοτεινό χώρο ένα κερί και ας το βάλουμε ανάμεσα στο μάτι ενός θεατή και κάποιον άλλο που κινείται από την άλλη μεριά της φλόγας του κεριού. Φυσικό είναι πως ο πρώτος με τη λάμψη του κεριού στα μάτια να μην  μπορεί να ξεχωρίσει τι κάνει εκείνος που βρίσκεται από την άλλη μεριά. Στοιχειώδες. Δοκίμασα κάποτε να στήσω μια σκηνή με δυο ηθοποιούς που κρατούσαν πυρσούς. ‘Ήταν αδύνατο να παρακολουθήσουν τη δράση της παράστασης, τις κινήσεις των άλλων, την αίσθηση του χώρου κι έχαναν συνεχώς τον προσανατολισμό τους. Ο σκηνοθέτης της παράστασης που παρακολούθησα στην αίθουσα του παροπλισμένου Χρηματιστηρίου διέπραξε αυτό το βασικό σφάλμα.

Έστησε ένα φράγμα από πολύκλωνα κηροπήγια με ισχυρά λαμπάκια στην κορυφή, τουλάχιστον τριακόσιες φωτεινές, εστίες που αποτέλεσαν έναν δασώδη φράχτη γύρω από την πίστα του θεάματος του, παρεμβάλλοντας αυτό τον τοίχο ανάμεσα στους θεατές και το δρώμενο κάνοντας έτσι τα πρόσωπα της παράστασης δυσθεώρητα δυσκολεύοντας δυσάρεστα τον θεατή να διακρίνει την όποια δράση των όποιων προσώπων. Κατά διαστήματα φαίνονταν οι σιλουέτες, μισές η ολόκληρες γυναικών που κινούνταν κι άλλοτε ξάπλωναν προλαβαίνοντας ένα μέλος η ένα κεφάλι σε στάση η σε κίνηση. Κάποτε κατόρθωνες να δείς την αλλαγή ενός ρούχου η την περιβολή ενός σκάφανδρου που δεν γινόταν αντιληπτή η έννοια η ο συμβολισμός. Ε, εντάξει, δεν έβλεπες, άκουγες ωστόσο το κείμενο του έργου; Αμ δε. Τα δυο κορίτσια ηθοποιοί που διεκπεραίωναν το κείμενο είχαν πάρει εντολή όχι να φωνάζουν αλλά να κραυγάζουν, κυριολεκτικά, να ωρύονται στις κορυφώσεις δε να ουρλιάζουν. Άποψη; Ίσως.


Εδώ σημειώνεται η παραβίαση του δεύτερου φυσικού κανόνα. Με δεδομένη την κακή ακουστική του μη θεατρικού χώρου δεν βάζεις τις φράσεις, χωρίς κανέναν λόγο να κανονιοβολούνται στη διαπασών. Οι συλλαβές χτυπούσαν στους τοίχους κι από κει εξοστρακίζονταν και έβρισκαν τους άλλους τοίχους απέναντι και πάλι το ίδιο με αποτέλεσμα ένα εφιαλτικό ακουστικό αποτέλεσμα που ο άμοιρος θεατής δεν κατόρθωνε να ξεχωρίσει τι λέγεται, τι αφορά, πως η συγγραφέας του κειμένου διαπραγματεύεται το θέμα. Μ’ αυτές τις δυο σοβαρές παραβιάσεις της σκηνοθετικής λογικής είναι παρακινδυνευμένο να σχολιάσω το έργο, την διαπραγμάτευση του, την κίνηση και υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών, να αξιολογήσω την επιλογή του έργου για το πρόγραμμα του φεστιβάλ. Ωστόσο από ξεφτίδια που προλάβαινα να διακρίνω, και από την παράσταση και από το κείμενο, απ’ τις κινήσεις των δυο βασικών ηθοποιών και από την εκφορά του λόγου, όπου το έπιανα και διέκρινα δεν μπορώ να κατατάξω το σύνολο σαν μια προσπάθεια σοβαρών καλλιτεχνικών προθέσεων. Οι περιγραφές που σου έταζε το κείμενο του προγράμματος σε προετοίμαζαν να παρακολουθήσεις μια ποιητική προσέγγιση του αθηναϊκού πνεύματος, μια ανθολόγηση από κείμενα των σπουδαίων αθηναιογράφων του παρελθόντος, μια ελεγεία πάνω στην Αθήνα ως ιστορική πόλη και ως πηγή έμπνευσης, λατρείας, ενθουσιασμού, απογοήτευσης και ανησυχίας.

Η παράσταση που είδαμε, στο ποσοστό που μπορέσαμε να την δούμε, ήταν μια φιλότιμη σχολική προσέγγιση που έγινε με την επίβλεψη μια φιλόλογου περιορισμένων ανησυχιών και γνώσεων. Οι μάσκες, τα φτερά, οι περικεφαλαίες , τα αγάλματα και οι πολλές και δαπανηρές κατασκευές καθόλου δεν χρειάζονταν και ουδόλως βοήθησαν κανέναν και πουθενά. Κάτω του μετρίου η υποκριτικές ικανότητες των βασικών ηθοποιών, ανέκφραστη η εκφορά και  ανερμάτιστες οι κινήσεις και οι στάσεις τους, ακαθοδήγητες φανερά, περιττό και μάλλον ενοχλητικό το παρδαλό (υποτίθεται πως εκπροσωπεί κατηγορίες του αθηναϊκού πληθυσμού. Αφέλεια σε επίπεδο ανοησίας ) κλιμάκιο που εισβάλει πλαισιώνει πεταλοειδώς το τερέν, λέγοντας ο καθένας το μέρος του, που ακούγεται μόνο από τους θεατές που έχει απέναντι του.



Γενικώς η παράσταση «Οι κόρες- Η νέα ποιητική της Αθήνας» του Γιάννη Σκουρλέτη, σύλληψη και σκηνοθεσία, με τις Λένα Δροσάκη και Άλκηστη Πουλοπούλου και με φιλική συμμετοχή της Μαρίας Κίτσου (την οποία δεν την είδα, η δεν κατάλαβα την στιγμιαία παρουσία της) σε κείμενο της Μαρίας Βασδέκη, ήταν στο σύνολό της μια ατυχής και απογοητευτική εμπειρία. Αδιάφορη,  κουραστική, παιδαριώδης και απατηλή, σε σχέση με τις προγραμματικές δηλώσεις, χωρίς ούτε μια στιγμή να παραχθεί μια σπίθα ενδιαφέροντος. Το μόνο κέρδος για τον θεατή η γνωριμία μ’ ένα κτήριο κόσμημα στο κέντρο της Αθήνας. Έστω κι αν ο σκηνοθέτης είναι από καλή γενιά μια σύσταση είναι απαραίτητη να υπόσχεται λιγότερα, να μελετάει περισσότερο και να προσέχει χωρίς έπαρση τη δουλειά του η να αλλάξει προσανατολισμό όσο είναι καιρός.

Γιώργος Χατζηδάκης