Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος


Αμανέ Σκιά
Από την ομάδα NonCanon

Αμανέ Σκιά. Μια παράσταση που αγγίζει με τρυφερότητα τα θραύσματα  τα δραματοποιημένα ενός κόσμου έχει καμιά ογδονταριά χρόνια που έσβησε. Σαν μια βόλτα γύρω από μνήμες, από αναφορές,  από  δημοσιεύματα , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν  ακόμα και σαν αισθηματική προσέγγιση  αυτά τα ζουμερά σκετσάκια που αλληλλοστολίζονται  με τραγούδια ρεμπέτικα και που αποτελούν την παράσταση του Αμανέ Σκιά.  Έτσι, με νοσταλγία μπόλικη και με ευαισθησία, με τραγούδια και με στιγμιότυπα εικονογραφείται το κοινωνικό περιθώριο μας περασμένης εποχής. Με χιούμορ, με σάτιρα και με ρομαντική διάθεση οι μάγκες, οι παστρικιές, οι νταβατζήδες, οι πρεζάκηδες, οι ρεμπέτες σχηματίζουν ένα γαϊτανάκι σκιών που στροβιλίζεται αργά τραγουδώντας  αλλοτινά σουξέ της λαϊκής  μούσας. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ωστόσο και μια ρεαλιστική δόση , ένα πιο τολμηρό κοίταγμα που φανερώνει τις δυνατές μολυβιές με τις οποίες σχεδιάζονται τα πρόσωπα, χωρίς τα φωτοστέφανα που τους έχει  φορέσει αγιοποιώντας τους η γραφικότητα… 






Σαν ένα επεισοδιακό έπος, ο υπόκοσμος και οι ήρωες του των ύστερων χρόνων του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, είτε στου Ψυρρή εντοπίζεται, είτε στον Πειραιά, στη Σύρο η στη Σμύρνη, είναι σήμερα εγκαταστημένοι στη συλλογική μνήμη με μια αγιογραφική αποτύπωση.   Η εικόνα είναι πάντα παραγεμισμένη με ανατολίτικες αναμείξεις και θολωμένη από λεπτό νέφος της γλυκερής τσίκνας του ναργιλέ. Έτσι “εξαγνισμένες» επιβιώνουν οι μνήμες μιας πικρής εποχής , ενός πάσχοντος κόσμου που έζησε και κινήθηκε στα κράσπεδα της  καθωσπρέπει κοινωνίας. Σήμερα έχουμε λοιπόν μια φτιαχτή εικόνα εκείνου του υπόκοσμου. Κι αυτό επειδή μας λείπει η δυνατότητα να τον πλησιάσουμε με κανέναν άλλο τρόπο. Τα λογοτεχνικά κείμενα που τον περιγράφουν αναλώνονται σε νατουραλίστικες μυθιστορηματικές περιγραφές (π.χ. «Οι Άθλιοι των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη) που αντιγράφουν την γαλλική  λογοτεχνία της εποχής, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και περιοδικών έχουν κι αυτά μια παραποίηση ανάλογη με την προσλαμβάνουσα του κόσμου που τα διάβαζε, τα ευθυμογραφήματα και οι κωμωδίες είναι φυσικό επίσης να διογκώνουν αλλιωτικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα και συνεπώς οι φτωχοδιάβολοι, η ζωή τους και τα πάθη τους φτάνουν ως εμάς εξωραϊσμένοι και εμείς τους ρομαντικοποιούμε ακόμα περισσότερο, τους προσθέτουμε κι άλλες γραφικότητες και σε πολλές περιπτώσεις τους ντύνουμε και με ποιητικά περιτυλίγματα…

Θυμάμαι, τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, είχε ξεμείνει στην οδό Αθηνάς, στο τμήμα μεταξύ πλατείας ταχυδρομείου και της οδού Σοφοκλέους, ένα υπόγειο καφεσαντάν με τον τίτλο «Καμπαρέ η  Αράχωβα». Κατέβαινες καμιά δεκαριά σκαλοπάτια και βρισκόσουνα σε έναν χώρο με χώμα κάτω, βρεμένο για να μην σηκώνεται σκόνη και σκεπασμένο με κουρελούδες. Μια οσμή αλλιώτικη κι ένα νέφος σε τύλιγε.  Σ’ ένα πατάρι  ήταν δυο μουσικοί και μερικές γυναικείες φιγούρες, λίγο γκροτέσκες, με αποκαλυπτικό ντύσιμο, υπερβολικά βαμμένες που περιφέρονταν κι άλλες που κάθονταν σε τραπεζάκια με πελάτες. Η εξερευνητική περιέργεια που με κατέβασε ως εκεί ανακόπηκε από τον βλοσυρό ξερακιανό που μου ‘κοψε τη φόρα, σπρώχνοντας με στη σκάλα που έβγαζε στον απάνω κόσμο. Πρόλαβα να δω έναν ναργιλέ που γουργούριζε , ένα ζευγάρι που χόρευε και  τις φιγούρες των μουσικών σκυμμένων πάνω στα όργανά τους και ν’ ακούσω την παράφωνη, βραχνή φωνή μιας γυναίκας που τραγουδούσε από κάποιο τραπέζι…. Είναι η μόνη προσωπική και άμεση επαφή με ένα κατάλοιπο του υπόκοσμου του μεσοπολέμου, των περιθωριακών που, χαμένοι καθώς είναι, έχουν σήμερα εξιδανικευθεί, λατρεύονται και μας προκαλούν  μελαγχολία καθώς φανταζόμαστε πως αποτελούν παρελθόν νοσταλγίας, δηλαδή επιστροφής σ’ αυτό. Ωστόσο οι φιγούρες στο «Καμπαρέ η Αράχωβα» καθόλου με εικόνες αγίων δεν μου έμοιαζαν. Γυναίκες ναυαγισμένες, με καταγωγή από κάποιο χωριό η πόλη επαρχιακή, σέρνονται στις κουρελούδες του χωμάτινου δαπέδου, για ένα θλιβερό μεροκάματο, απεγνωσμένοι  επαρχιώτες που βρέθηκαν στην Αθήνα για κάποια δουλειά, κυνηγάνε την ψευδαίσθηση στη λιπόσαρκη παραβαμμένη αγοραία ευκαιρία.

Όχι, τα παιδιά του θιάσου που κυνηγούν τις σκιές δεν έχουν την πρόθεση να αποκαλύψουν τον βίαιο και ακραίο κόσμο της παρανομίας, της βίας, του εγκλήματος έτσι όπως θα τον έδιναν τα αστυνομικά δελτία της εποχής, τα ημερολόγια των νοσοκομείων λοιμωδών νόσων, τα άσυλα και τα πτωχοκομεία, οι στατιστικές εξαρτημένων ατόμων, οι στατιστικές αναλφαβητισμού, φτώχειας και ανεργίας. Ούτε βέβαια τα κοινωνιολογικά αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών για φυλακισμένους και φυλακές, για αυτοκτονίες και νευρασθένειες. Αυτόν τον υπόκοσμο δεν τον αγγίζουν και θέλουν να τον αγνοούν. Και καλά κάνουν. Το Αμανέ Σκιά όμως ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος, ταράζει την επιφάνεια, κρυφοκοιτάζει απ’ τη χαραμάδα του παραβάν και προσπαθεί να δει και να δείξει μια πιο αληθινή όψη εκείνης της πραγματικότητας. Δεν αποφεύγει ολότελα την εξωραϊσμένη εικόνα, δεν περιορίζεται σε σκέτους φολκλορισμούς. Δίνει με σαφές διάγραμμα την εξέλιξη ενός ναρκομανούς που κανένα φολκλορ δεν το επιχείρησε ποτέ. Είναι ωστόσο σαφές πως οι δημιουργοί της παράστασης Αμανέ σκιά δεν κάνουν κοινωνιολογία, κάνουν θέατρο. Δεν κοιτάζουν με νατουραλιστική διόπτρα αλλά με νοσταλγικό αίσθημα διάστικτο από ρεαλιστικές τύψεις. Αυτή η αξιέπαινη πρόθεση και το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, που διακρίνεται από το σωρό των φληναφημάτων που κατακλύζουν τον θεατρικό μας ορίζοντα, πραγματοποιήθηκε από την τετράδα των ηθοποιών Αναστασία Κατσινεβάκη, Ελλη Κατσινεβάκη, Δήμος Μαμαλούδης, Κοσμάς Χατζής, ενισχυμένη από τους τεχνικούς Οδυσσέα Κωνσταντόπουλο και Θοδωρή Ανδρεαδάκη. Και για «τα του Καίσαρος των Καίσαρι» ας διευκρινίσουμε πως απ’ την θεατρική τετράδα με την Αναστασία Κατσινεβάκη συνεργάστηκε ο Κοσμάς Χατζής για τα κείμενα ενώ την επεξεργασία και την διασκευή των τραγουδιών ο Δήμος Μαμαλούδης

Γιώργος Χατζηδάκης