Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

" ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ " - η παράσταση ήταν αντιθεατρική, κουραστική και το μεγάλο ποσοστό των θεατών δυσφόρησε.



Ηρακλής Μαινόμενος του Ευριπίδη - Απ’ το Εθνικό θέατρο στην Επίδαυρο

Απ’ όλα τα μνημεία της αρχαιότητας μόνο τα κείμενα των κλασικών είναι εκτεθειμένα σε παντός είδους επιθέσεις, προσβολές και αλλοιώσεις. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πως ο Ηνίοχος των Δελφών θα μπορούσε ποτέ να υποστεί μια επεξεργασία από έναν σύγχρονο γλύπτη, ανάλογα αδιανόητο θα ήταν να επέμβει κάποιος αρχιτέκτονας στον Παρθενώνα προσθέτοντας δικά του αρχιτεκτονικά στοιχεία η στον Ερμή του Πραξιτέλη να του αφαιρέσει και να προσθέσει γλυπτικά επινοήματα μοντέρνας τεχνοτροπίας με το επιχείρημα πως έτσι θα εξέφραζε πειστικότερα μια σύγχρονη άποψη. Έτσι τα μεγάλα αιώνια έργα του ανθρώπινου πολιτισμού μπορεί καθένας να τα θαυμάσει όσο περισσότερο αναλλοίωτα επέτρεψε ο χρόνος κι αυτό γιατί προστατεύονται και συντηρούνται με τρόπους αυστηρούς και υπεύθυνους. Δυστυχώς δεν γίνεται το ίδιο με τα μεγάλα μνημεία της ποίησης και του θεάτρου. Βλέποντας ο ενδιαφερόμενος τον Παρθενώνα επικοινωνεί με τον Φειδία και την εποχή του ενώ αυτός που θα θελήσει να ακούσει τον ποιητικό λόγο του Ευριπίδη να σκοντάφτει πάνω σε προσχώσεις, προσθήκες και επεξεργασίες αλλότριες και εκφυλιστικές, με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού, της επικαιροποίησης και της άποψης.


Οι παραπάνω αράδες χτυπιούνται με την ευκαιρία της πρόσφατης παράστασης του «Ηρακλή μαινόμενου» του Ευριπίδη από το Εθνικό θέατρο στο θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Οι αυθαιρεσίες και οι ασύστολες επεμβάσεις στο κλασικό κείμενο επιχειρείται να καλυφθούν πίσω απ’ το άλλοθι «δραματουργική επεξεργασία». Αν ο κ. Μαρμαρινός θεωρεί πως το έργο του Ευριπίδη έχει ανάγκη την δική του συνεισφορά για να γίνει ως κείμενο παραστάσιμο, τότε το Εθνικό μας θέατρο θα ‘πρεπε να του αναθέσει ένα άλλο έργο, λιγότερο αγιοποιημένο η να γράψει ο ίδιος ένα δικό του. Αντιστάσεως μη ούσης λοιπόν έβαλε ο σκηνοθέτης στο κείμενο δικά του πολλά και διάφορα, ως και τουριστικές οδηγίες για το μουσείο των Μυκηνών (!) κι ο αδαής που πάει να ακούσει τι και πως έγραψε ο αρχαίος τραγικός, πως αμφισβήτησε, πως διαπραγματεύθηκε, πως διαπεραιώθηκε με το σκεύος της ποίησης στα μεγάλα ηθικά διλήμματα του καιρού του, ακούει το συμπίλημα, την κουρελού του κυρίου σκηνοθέτη και ο δυστυχής τα χάνει, μη ξέροντας που τελειώνει ο μεγάλος και που τσοντάρει ο μικρός.


Το αρχαίο θέατρο και η τραγωδία έγιναν το ένα για το άλλο. Αλληλοδιαμορφώθηκαν. Δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για τη μορφή των αρχαίων παραστάσεων ,ξέρουμε όμως πως η διάταξή τους ήταν κυκλική και απ’ αυτό το ημικύκλιο της διάταξης των κερκίδων οι θεατές των κλασικών χρόνων προσλάμβαναν τον λόγο και το θέαμα και σ’ αυτό το αλώνι οι στησίχωροι, οι χορωδοί και οι υποκριτές διεξήγαγαν την παράστασή τους. Δεν είμαστε βέβαια στα χρόνια εκείνα. Πολλά έχουν αλλάξει στο μεταξύ, οι θεατές όμως των αρχαίων θεάτρων εξακολουθούν να κάθονται σε παράθεση ημικυκλική. Είναι λοιπόν λάθος, λάθος παράλογο και μέγα ,να στήνεται η παράσταση μετωπικά, με έναν κεντρικό κομπέρ, σα να ‘ναι στο μιούζικ χωλλ , που μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο, απευθύνεται μόνο στο κέντρο του πετάλου. Και όλο το υπόλοιπο θέαμα να διατάσσεται επίσης μετωπικά και το μεγαλύτερο μέρος των θεατών να παρακολουθεί την παράσταση ως λαθραίος απ’ τα πλάγια η απ’ τα μετόπισθεν.


Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου που είναι διάσημο σ’ όλη την υφήλιο για το θαύμα της ακουστικής του, που λένε πως αν ρίξεις μια δεκάρα ο ήχος της ακούγεται ως την τελευταία κερκίδα, σ’ αυτό το θέατρο ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης έβαλε μικρόφωνα, όρθια σαν σε αναψυκτήριο. Και σαν να μην έφτανε αυτό η έμπνευση προεκτάθηκε στην σκηνοθετική οδηγία προς τους ηθοποιούς, όταν τα λένε στο μικρόφωνο να ψιθυρίζουν και κατά διαστήματα να απομακρύνονται και να φωνάζουν και πάλι να πλησιάζουν και να επιστρέφουν στον ψίθυρο. Το αποτέλεσμα της μεγαλόπνοης αυτής σύλληψης ήταν το μισό απ’ το κείμενο του πρώτου μέρους να μην ακούγεται ούτε στην τέταρτη σειρά. Επετεύχθη δηλαδή το αδιανόητο. Στο θέατρο της Επιδαύρου και με μικρόφωνα, να χάνουν οι θεατές το κείμενο. Ως αναγνώστης δεν θα χρειαζόμουν να περισσότερα για να καταδικάσω τελεσίδικα την παράσταση επίτρέψτε μου ωστόσο να προσθέσω λίγες αράδες ακόμα σ’ αυτή την μαρτυρία. Να σημειώσω δηλαδή πως επικρατούσε απουσία κάθε ρυθμού, πως έπασχε η αλληλουχία των σκηνών, σκόνταφτε σε περιττές παρεμβολές η ροή της αφήγησης, πως οι ηθοποιοί ήταν οδηγημένοι σε άνισες, αδικαιολόγητες εντάσεις και υφέσεις, πως τις περισσότερες φορές κρατιούνταν σε υποτονική σουρντίνα κι όλα αυτά προκαλούσαν δυσθυμία, κούραση και ισχυρή τάση αποχώρησης.


Στην παράσταση της Παρασκευής, όσοι βρίσκονταν κοντά στα σημεία που επιτρεπόταν η έξοδος, από την πρώτη μισή ώρα άρχισαν να εγκαταλείπουν . Στην μιάμιση ώρα διακόσιοι περίπου θεατές είχαν αποχωρήσει. Αυτό σημαίνει πως δυο χιλιάδες θα είχαν την διάθεση να τους ακολουθήσουν αν θα τους ήταν βολική η έξοδος. Γι αυτή την απαξίωση η εξήγηση δεν είναι καθόλου δύσκολη. Άσχετα πόσο πετυχημένες φιλολογικά και θεατρολογικά ήταν οι προσεγγίσεις του σκηνοθέτη, πόση αξία θα αναγνωρίσουν οι θεωρητικοί στις σημειολογικές συλλήψεις της σκηνοθεσίας και πόσο θα εξαρθούν τα πολλαπλά ευρήματα που υπερφόρτωναν τις τρεις σχεδόν ώρες της παράστασης, το βέβαιο και αναμφισβήτητο είναι πως η παράσταση του Ηρακλή Μαινόμενου ήταν αντιθεατρική, κουραστική και το μεγάλο ποσοστό των θεατών δυσφόρησε.


Δεν είναι καθόλου περιττό στο σημείο αυτό να επαναλάβουμε πως οι παραστάσεις της Επιδαύρου δεν γίνονται για ένα κλειστό, ερμητικό κύκλωμα μυημένων , που ανταλλάσουν σαν ένα επιστημονικό συνέδριο ειδικών, όπου μεταξύ τους επικοινωνούν με τη δική τους αργκό. Τα Επιδαύρια γίνονται για το μεγάλο κοινό των ελλήνων και των ξένων που θέλουν να παρακολουθήσουν μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, να παρακολουθήσουν τους ηθοποιούς στις ερμηνείες τους, χωρίς σημειολογικούς σαλίγκαρους, κουίζ και μαγικές εικόνες. Εδώ, στις προθέσεις της παραγωγής παρατηρείται μια αντίφαση. Γίνεται μια διανομή από αστέρες δημοφιλείς για να προσελκυσθεί του μεγάλο κοινό των θαυμαστών της Καραμπέτη, του Χατζησάβα, της Γουλιώτη, του Αθερίδη, του Καραθάνου, του Βογιατζή, του Γάλλου και της Τζήμου, κι απ’ την άλλη στήνεται μια παράσταση με όλα τα αρνητικά που σημειώσαμε παραπάνω. Οι ηθοποιοί, απ’ τους καλύτερους που διαθέτει το θέατρο μας έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν κι αν κρατήθηκε το ενδιαφέρον του κοινού σε κάποια θερμοκρασία μόνο στην δεξιότητα των ηθοποιών χρωστιέται. Και στη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, που αν και εκτός κλίματος τις πιο πολλές φορές , ήταν αριστοτεχνικά γραμμένη και εξαιρετικά εκτελεσμένη.

Γιώργος Χατζηδάκης

2 σχόλια:

Γιώργος Κατσέας είπε...

Χαίρομαι που ανακάλυψα το blog σας- προσπαθούσα να καταλάβω από κείμενα του διαδικτύου αν εγώ τά'χω χάσει ή αυτοί; "Σπουδαία στιγμή για το Εθνικό θέατρο και για το θέατρό μας εν γένει" κ.ά εκθειαστικά υπό μορφήν κριτικής ή σχετικών ειδήσεων, κι εγώ να ψάχνω ευκαιρία από το πρώτο τέταρτο της παράστασης για να φύγω..
Και η οργή μου δεν ήτανε τόσο για έναν ατάλαντο σκηνοθέτη που προσέθεσε στο βιογραφικό του ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς "Ρόδα, τσάντα και κοπάνα",
δεν ήτανε που κακοποιήθηκε βάναυσα μια τραγωδία και μετατράπηκε σε θλιβερή επιθεώρηση με νευρόσπαστα και καλαμπουράκια
αλλά για τους καλλιτεχνικούς υπευθύνους του Εθνικού Θεάτρου που επέτρεψαν, χρηματοδότησαν και κυκλοφόρησν έναν τέτοιο διασυρμό..

Γιώργος Κατσέας είπε...

Χαίρομαι που ανακάλυψα το blog σας- προσπαθούσα να καταλάβω από κείμενα του διαδικτύου αν εγώ τά'χω χάσει ή αυτοί; "Σπουδαία στιγμή για το Εθνικό θέατρο και για το θέατρό μας εν γένει" κ.ά εκθειαστικά υπό μορφήν κριτικής ή σχετικών ειδήσεων, κι εγώ να ψάχνω ευκαιρία από το πρώτο τέταρτο της παράστασης για να φύγω..
Και η οργή μου δεν ήτανε τόσο για έναν ατάλαντο σκηνοθέτη που προσέθεσε στο βιογραφικό του ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς "Ρόδα, τσάντα και κοπάνα",
δεν ήτανε που κακοποιήθηκε βάναυσα μια τραγωδία και μετατράπηκε σε θλιβερή επιθεώρηση με νευρόσπαστα και καλαμπουράκια
αλλά για τους καλλιτεχνικούς υπευθύνους του Εθνικού Θεάτρου που επέτρεψαν, χρηματοδότησαν και κυκλοφόρησν έναν τέτοιο διασυρμό..