Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Σαν ποιητικό υδατογράφημα, εικόνες σαν φύλλα στον αέρα



«Από την Κρύπτη στο Φως με Τρεις μπακιρένιες Δεκάρες» του Ε.Χ. Γονατά από την Ομάδα "Στιγμή"

Στέρεη και μόνιμη αρχή και βάση για τη σκηνοθεσία το θεατρικό έργο. Το κείμενο. Ταυτόχρονα πρόκληση και μπούσουλας. Δέσμευση μαζί και ελευθερία. Καθοδηγεί τον σκηνοθέτη στις εμπνεύσεις του, τον συγκρατεί η και τον εξωθεί στις παραβάσεις του. Η δραματουργία, πρωτογενής δημιουργία που χαράζει ένα πλαίσιο φόρμας, ύφους, ιδεολογίας, ρυθμών, ήθους . Υπάρχουν ωστόσο και ταξίδια χωρίς το μπούσουλα του κειμένου. Ταξίδια ελεύθερα, αδέσμευτα, φτερωτά, της φαντασίας όπου ο σκηνοθέτης θέτει επί σκηνής τους δικούς του στοχασμούς, αυτοσχεδιάζοντας. Αυτή τη σκηνοθετική ελευθερία παρακολουθήσαμε να ανελίσσεται σαν περικοκλάδα παραμυθένια, τραγουδιστή, φωτεινή και φευγαλέα στη σκηνή του studio Μαυρομιχάλη.

Αν δεν υπήρχε ωστόσο ένα θεατρικό έργο που να απαιτεί σεβασμό και να δεσμεύει στην παράσταση «Από την Κρύπτη στο φως με τρεις μπακιρένιες δεκάρες», υπήρχε η βάση κάποιων λογοτεχνικών σελίδων που πρόσφεραν το έναυσμα κι αυτό το έναυσμα ήταν φράσεις, εικόνες, πρόσωπα ελλειπτικά, αναφορές και σχεδιάσματα που σαν διακριτικό υδατογράφημα έσπρωχναν το σκηνοθέτη στη μέθη. Όπως ο οιστρηλατημένος ζωγράφος, που βουτάει το πινέλο στα χρώματα του και τ’ απλώνει στην επιφάνεια που ζωγραφίζει έτσι κι ο Γιάννης Αναστασάκης έπιανε τρεις φράσεις από το κείμενο του Γονατά, του έδινε σχήμα, ζωή και κίνηση, πρόσθετε εμβόλιμα με νέα πρόσωπα, άλλες κινήσεις και στάσεις και τραγούδι που τα λόγια, οι σκοποί και τα αισθήματα που παρήγαγε τα ‘δενε με καινούργιες εικόνες, στάσεις, κινήσεις και φράσεις το πεζογραφήματος. Ύστερα πάλι τραγούδι απ’ το σεντούκι της παράδοσης, και ανακάτεμα και ζευγάρωμα και σύμπλεξη σε μια αποθέωση υπερρεαλισμού, ποίησης φευγάτης και φωτοσκιάσεων. Ναι, το φως στην παράσταση είχε την τιμητική του.

Δεν ήταν μόνο το ποιητικό και παραμυθένιο στοιχείο που διέπνεε την προσλαμβάνουσα του θεατή, δεν ήταν μόνο το ήθος της ιθαγένειας που κυριαρχούσε με τα τραγούδια, τις ντοπιολαλιές των στίχων, και τον επικολυρικό χαρακτήρα τους, δεν ήταν μόνο ο έρωτας που κρυφογελούσε πίσω απ’ όλες τις πτυχές του θεάματος, ήταν κυρίως το φως που άλλοτε πρόβαλε απροκάλυπτο η μισοκοιτούσε πίσω από σύννεφα, η λαμποκοπούσε στην επιφάνεια του νερού, είτε στεκόταν πίσω απ’ τις γρίλιες και τα ξύλινα φατνώματα δημιουργώντας σχήματα παραλληλόγραμμα, καφασωτά, υποβάλλοντας στην εξουσία του σκηνοθέτη. Σ’ αυτή τη φωτιστική πολυμέρεια ο Αναστασάκης αποδείχθηκε ικανός μάστορας των φωτισμών.

Των τριών αφηγημάτων του Ε.Χ. Γονατά, που αποτέλεσαν, όπως σημειώσαμε τον τάπητα πάνω στον οποίο η σκηνοθεσία έστρωνε τα πλεξίδια της, δεν σβήστηκε η αίσθηση, ούτε η συνοχή της ιστόρησης, όπου υπάρχει. Αδιόρατα η εξέλιξη του θεάματος διαπεραιωνόταν από κομμάτι σε τραγούδι κι από τραγούδι σε ταμπλό κι από ταμπλό σε κινητικούς σχηματισμούς και πάλι μετά συναντούσε άλλο κομμάτι κι έδενε με τον εξαίσιο παραλογικό τρόπο που ο μέγας αυθεντικός υπερρεαλιστής, ο λαϊκός λόγος ξέρει να ταιριάζει τα παραμύθια και τα ποιήματα του και που με τόση δεξιοσύνη και τρυφερότητα τον ακολούθησε ο συγγραφέας. Έτσι λοιπόν, ενώ νόμιζε ο θεατής πως έχανε τον ειρμό, πως ξέφευγε σαν φύλλο στον αέρα η λέξη, να ξαφνικά αμέσως συναντούσες κι αναγνώριζες την κοίτη της ιστόρησης.

Μέσα στην χαοτική καθημερινότητα με τον οχλαγωγία των φωνών, των κραυγών και των οιμωγών, το να βρεθείς να παρακολουθείς ένα τέτοιο θέαμα όπως αυτό που προσπάθησα να σας μεταδώσω την αίσθηση του, είναι μια στιγμή ευλογίας. Γιαυτό το ευτύχημα πρέπει να συγχαρώ τον Γιάννη Αναστασάκη, σκηνοθέτη και στυλοβάτη της ομάδας «Στιγμή» και τους τέσσερεις θαυμάσιους ηθοποιούς, τον Χριστόδουλο Στυλιανού, την Ζαχαρούλα Οικονόμου, την Ελένη Κούστα, και την Σοφία Δερμιτζάκη που «γεμάτοι», φορτισμένοι με την ανεξερεύνητη εκείνη ενέργεια που από αμηχανία την λέμε ταλέντο, απέδωσαν το σκηνοθετικό τέχνημα, τραγουδώντας, παίζοντας, μετακινούμενοι αποκαλυπτικά στα σκοτάδια και τα ημίφωτα σαν μορφές παραμυθένιες.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: