Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Ευτυχώ εαυτόν ! (Το γιατί παρακάτω)

Το επίθετο «ευχάριστο» είναι μάλλον ανεπαρκές για να αποδοθεί η ιδιαίτερη θεατρική χαρά που προκαλούν στο θεατή, τον κουρασμένο από τις διάφορες τεχνοτροπίες που κατακλύζουν εσχάτως το θέατρό μας - στην προσπάθεια κάποιων οιηματιών να το ανανεώσουν - κάποιες παραστάσεις που σερβίρουν θέατρο πηγαίο, ανόθευτο, απολαυστικό, θέατρο μετάληψη της αρχαίας θεατρικής χαράς και χάρης.
Είναι τόσο εύκολο να παρεξηγηθεί κάποιος που θεωρεί θέατρο το
θ έ α τ ρ ο και όλες τις άλλες απόπειρες να μεταβάλλουν τους τύπους, (πολλάκις δε και την ουσία και να προτείνουν στη θέση του κάτι διαφορετικό) να τις αντιμετωπίζει με επιφύλαξη. Οι απόπειρες περί των οποίων ο λόγος αποτελούν βεβαίως επαναστάσεις δικαιωμένες στο πέρασμα του χρόνου και απολύτως θεμιτές, αναγκαίες και επιτακτικές αφού οι ανανεωτές αναζητούσαν κάθε φορά τρόπους επαφής με την εποχή τους. Έτσι ακριβώς καταρρίφθηκε απ’ την εξουσία του στα μέσα του 19 αιώνα ο ρομαντισμός και αναδείχθηκε στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης και της ψυχανάλυσης ο ρεαλισμός, που εκτοπίσθηκε στη συνέχεια απ’ τον νατουραλισμό και ακολούθως από τον συμβολισμό, για να φτάσουμε στα μέσα του 20ου στις μεγάλες αναμοχλεύσεις των ανατρεπτικών της πρωτοπορίας που αντηχήσεις ακούμε ευκρινέστατα ακόμα και μέχρι σήμερα. Είναι λοιπόν ανιστόρητος εκείνος που θα αρνηθεί την αναγκαιότητα όλων των πειραματισμών, ακόμα και των πιο ακραίων. Ωστόσο, άλλο αυτό κι άλλο να ανησυχεί αυτός ο κάποιος όταν η έξαρση της πειραματικότητας φθάνει στο παραλήρημα και στην θεσμοποίηση της υστερίας η στη θεοποίηση της σύγχυσης.
Κουρασμένος το λοιπόν ο οδοιπόρος του θεατρικού μας τοπίου, ανήσυχος και προβληματισμένος, ανοιχτός όμως πάντα προς κάθε κατεύθυνση, ενοχλημένος απ’ αδηφάγες σκοπιμότητες και τις καιροσκοπικές προωθήσεις και πιο πολύ απ’ την κιβδηλεία (ενίοτε και απ’ την αταλαντοσύνη και την ανοησία) φθάνει σ’ ένα θεατρικό κάθισμα γεμάτος αναστολές και, ώ του θεατρικού θαύματος, βλέπει θέατρο πραγματικό και ηθοποιούς που δεν καμώνονται μα παίζουν, παίζουν αληθινά, γάργαρα, ψυχούλες και φωνούλες όμορφες, αληθινές, συμμετέχουσες ανεπιφύλακτα στο θεατρικό αλισβερίσι.
Αυτό μου συνέβη αγαπητοί μου στην παράσταση του έργου «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του ταλέντου» της ομάδας «Πλάνη» που είδα στο θέατρο «Σημείο». Στο κείμενο χρωστιέται ένα μεγάλο ποσοστό της όμορφης παράστασης. Μικρά θεατρικά κομμάτια γραμμένα από τον Κώστα Δαλακούρα και την Άννα Ετιαρίδου αποτελούν ένα πολύπτυχο σατιρικό, σαρκαστικό και καταγγελτικό, πάντα τρυφερό ωστόσο, απ’ τη ζωή των ηθοποιών, απ’ τις αγωνίες της δραματικής σχολής, τις δυσμένειες της επαγγελματικής ένταξης. Τις αντιζηλίες και τις ανταγωνιστικότητες και τέλος με το αξιογέλαστο βεντετιλίκι. Με γραφή σπιρτόζικη, πνευματώδη, ευγενική, χωρίς εκφραστικές βαναυσότητες (στον επιδεικτικό και προκλητικό ψευδότυπο του «έτσι μιλάνε σήμερα οι νέοι») πιάνει στιγμές και σκιτσάρει καταστάσεις με αξιοπρόσεκτη παρατηρητικότητα. Σας μιλάω για κείμενα σφιχτά, πολύ καλογραμμένα και πανέξυπνα.
Μα ποια θα ήταν η τύχη των κειμένων αν δεν είχαν πέσει στα χέρια αυτών των πέντε χαρισματικών κοριτσιών. Πρώτη στη σειρά η Κατερίνα Μαρτιμιανάκη στην απεγνωσμένη ολονύχτια προσπάθειά της να μάθει την Ηλέκτρα αλλά η φρικτή διαπίστωση «να μην έχει φωνή» μεταβάλει την ίδια σ’ ένα τραγικό πρόσωπο. Αυτό το κομμάτι, με την ομολογία πως στον ύπνο της βλέπει τον Ορέστη τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα και οι συμμαθήτριές τη θεωρούν ψώνιο, μπορεί να σταθεί από μόνο του σαν ένα δυνατό μονόπρακτο. Καταπληκτικό είναι επίσης με τις δυο απόφοιτες, που σχολιάζουν την κοινή τους αντιπάθεια που έμαθαν πως έκλεισε ρόλο σε καθημερινό σίριαλ αλλά, τι ικανοποίηση, διαπίστωσαν πως «κρέμασε» ο πισινός της, που ήταν ο καλύτερος της σχολής. Επειδή φοβάμαι μήπως κάνω κάποιο λάθος στο ποια είναι ποια δεν θα συνδέσω τα ονόματα των κοριτσιών που έχω στη διάθεσή μου με το καθένα απ’ τα σκετσάκια, θα σημειώσω όμως πως όλες ήταν πάνω από εξαιρετικές στο δικό της η καθεμιά και να τις αναφέρω με τη σειρά που εμφανίστηκαν. Την Μαρτιμιανάκη την είπαμε, δεύτερη η Γεωργία Οικονόμου, τρίτη η Έρη Μανουρά, τέταρτη η Ελευθερία Φουρναράκου και πέμπτη η Άννα Ετιαρίδου, που δικαιούται διπλό χειροκρότημα αφού εμπλέκεται και στη συγγραφή των κειμένων. Φαίνεται πολύ καθαρά ωστόσο, όσες επιδαψιλεύσεις κι αν δικαιούνται οι συντελεστές των επί μέρους, πως ο βασικός αυτουργός αυτής της ωραίας και καλλιτεχνικής εμπειρίας είναι ο Κώστας Δαλακούρας. Ευτυχώ εαυτόν που είχα την έμπνευση του «Πυρ Ομαδόν» και μου δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσω δουλειές και άτομα τόσο θεατρικά ικανά όσο η «Πλάνη» και ο Κώστας Δαλακούρας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Η Σιωπή στο στόμα
Από την Ομάδα «Προ-Ταση»



Στενά συγγενεύει με τον μονόλογο της Μόλλυ απ’ τον Οδυσσέα του Τζόϊς ο μονόλογος της Ηρώς , που με τίτλο «Η σιωπή στο στόμα» παρουσιάζει στο Χώρο Τέχνης Ασωμάτων η «Πρό-ταση» του Δημήτρη Φοινίτση. Συγγραφέας του εν λόγω κομματιού αναφέρεται η εμφανιζόμενη ως νεοεμφανιζόμενη Κ. Φ. Ντάγκινη, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αν και ολίγον μυστηριώδης η ταυτότητα της δραματουργού, περιοριζόμαστε στο πόνημά της κι αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου αμελητέο. Είναι ολίγον παραληρηματικό, ανεπικέντρωτο, χαρακτηρίζεται ωστόσο από μια πρωτοτυπία και μια χυμώδη πρόζα. Μια γυναίκα έρχεται εκεί όπου βρίσκεται η σωρός ενός άντρα που υπήρξε ο εραστής της. Ο νεκρός έχει στύση πράγμα που διακρίνεται στο ανυψωμένο σημείο, στο λευκό σεντόνι που τον σκεπάζει ολόκληρον. Το περιεχόμενο του μονολόγου είναι η εξιστόρηση της κοινής τους ζωής, τα διάφορα περιστατικά που την συνθέτουν και παράλληλα, μέσα απ’ τα λεγόμενα, η ανάδειξη της προσωπικότητας και της ζωής της ηρωίδας. Το κείμενο, αν και λογοτεχνικό στη φραστική του ανάπτυξη, έχει έναν ξεκάθαρο ηθογραφικό χαρακτήρα και είναι μια πολύ καλή επιλογή για έναν θεατρικό μονόλογο. Στερείται βέβαια στόχου, ιδεολογίας, προθέσεων, αυτό που λέμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Σ’ αυτό η απάντηση είναι «ότι θέλει ας πάρει ο καθένας» κι αυτό ασφαλώς δεν είναι λίγο.
Η σκηνοθεσία ωστόσο συνέταξε έναν κώδικα ιδιοτροπικόν, δυσπρόσιτο, δυσανάγνωστο. Δεν φάνηκε πρόθυμη να διευκολύνει το θεατή να κατανοήσει τα σημειωτικά της επινοήματα. Ανοιχτό σε πολλές υποθέσεις το «κλουβί» το περιζωσμένο με πλαστικό. Προσπάθεια να δημιουργηθεί αίσθημα εγκλεισμού, ερμητισμού, απομόνωσης με όποιες προεκτάσεις και προς όποια κατεύθυνση θέλει ο θεατής. Εντάξει. Το κατέβασμα όμως της γυναίκας αρκετές φορές κάτω απ’ το νεκροκρέβατο τι νόημα είχε; Τα «συναξαριστά» της λόγια, τα μουρμουριστά, τα δυσάκουστα πώς να ερμηνευθούν, το γδύσιμό της επίσης, ως και το ξεγύμνωμα του στήθους της και μετά το ντύσιμό της πως συνδέονται με το κείμενο; Ο λόγος, γιατί αποδόθηκε αναγνωστικά, εκφωνητικά και δεν «παίχτηκε» με τις καταστάσεις και το αίσθημα που περιέγραφε, γιατί δεν ζωντάνεψε, με την αναγλυφικότητα , τις αυξομειώσεις, τις θερμοκρασιακές του διαβαθμίσεις που το ίδιο το κείμενο απαιτούσε, ασφυκτιώντας σε μια φόρμα που το ‘πνιγε. Επίσης οι παρεμβολές της ανδρικής φωνής, με μια ανάγνωση απελπιστικά καλλιεπή και μ’ ένα κείμενο ολοσδιόλου ξένο, ιδιοσυγκρασιακά και νοηματικά, και οι προβολές βίντεο με τη θάλασσα όταν το κείμενο αναφερόταν σε κολύμπι και Αίγινα είναι δυνατόν να έχουν την αφελή ερμηνεία που υποθέτει ο καθένας;
Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Δημήτρης Φοινίτσης κατέληξε στα ευρήματα αυτά από αμηχανία η σκέτη πρόθεση εντυπωσιασμού. Δεν μπορώ να δεχθώ κάτι τέτοιο γιατί οι κριτικές του μας δίνουν δείγμα γραφής που μαρτυράει μια σκέψη θεατρική και μια αντίληψη συγκροτημένη. Υπήρχε οπωσδήποτε για όλα πρόθεση που δεν διευκολυνθήκαμε να πιάσουμε την άκρη της.
Η Ελισάβετ Σταυρίδου είναι μια ηθοποιός με γερή στόφα. Στέρεη φωνή και με κατάταξη στο είδος της σουμπρετοκαρατερίστας, ιδανική περίπτωση για το ρόλο της Ηρώς στο κείμενο της «Ντάγκινη». Ωστόσο, παρά τις σκηνοθετικές απόψεις νομίζω πως η ερμηνεία της άντεξε σε σημαντικό βαθμό και μπορώ να προσθέσω πως με την συμμετοχή της διατηρείται η θεατρική αίσθηση.

Γιώργος Χατζηδάκης.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Τα Παιδιά του Κάιν στο θέατρο Βαφείο





Είναι δυνατόν να γεννηθεί τέτοιο θανάσιμο πάθος ανάμεσα σε άντρες που δεν είναι ομοφυλόφιλοι; Μπορεί να κρυφοκαίει τέτοια παθιασμένη έλξη που να μην είναι ερωτική, δηλαδή να μην επιδιώκει σεξουαλική επισφράγιση; Είναι άραγε μια λανθάνουσα, ανάπτυξη της έμφυτης τάσης του νεαρού αγοριού να προσκολλάται σ’ ένα αρσενικό πατρικό πρότυπο, είναι κάποια ψύχωση ανταγωνιστικού χαρακτήρα η ένα υπεραναπτυγμένο κτητικό σύνδρομο; Σε ποια ψυχαναλυτική ερμηνεία να απευθυνθούμε για να δεχθούμε το φαινόμενο που αναπτύσσεται στο έργο του Ανδρέα Θωμόπουλου «Τα παιδιά του Κάιν», που παρουσιάζεται στο θέατρο «Βαφείο»; Σε ποιο πρότυπο μέσα στην ιστορία να ανατρέξουμε για να κατανοήσουμε αυτό το πάθος; Μήπως στη επική φιλία του Αχιλλέα και του Πάτροκλου η στην ιστορική του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα. Και προς τα κει να κατευθύνουμε το πατρόν πάλι αταίριαστο μας βγαίνει. Αλλά και στο παγκόσμιο θέατρο ένα τέτοιο νοσηρό πάθος δεν έχει το όμοιό του. Και στη ζωή εξ άλλου, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα τέτοιο ζευγάρι δε θα συναντήσουμε. Ομοφυλόφιλους παθιασμένους πολλούς, με αβυσσαλέα ως φονικά η και κανιβαλικά πάθη τα αστυνομικά δελτία διαθέτουν άπειρους. «Κανονικούς» όμως άντρες που ζουν, πορεύονται, εργάζονται, δημιουργούν, ερωτεύονται γυναίκες αλλά μέσα τους επιπολάζει για καιρό κάτι πολύ ισχυρό απ’ τον ένα για τον άλλο, ηφαίστειο που τους καίει τα σωθικά, μέχρι που ξεσπάει και εξοντώνει και τους δυο, είναι ένα ντουέτο που ούτε το θέατρο, ούτε η ζωή έχει να μας δείξει.
Μήπως όμως πρέπει να αναζητήσουμε έναν συμβολισμό; Υπαινιγμός για την έλλειψη επικοινωνίας είπανε κάποιοι κριτικοί, όταν πρωτοπαίχτηκε το έργο πριν από κάμποσα χρόνια κι ο μακαρίτης ο Νάσος Νικόπουλος έγραψε πως η χωρίς όρια ενοχή και ανασφάλεια οδηγούν σε παρόμοιες ακρότητες. Υπερβολές; Ασφαλώς. Οι περισσότεροι πάντως μίλησαν τότε για ένα αριστούργημα. Και θα μπορούσαμε εν μέρει να συμφωνήσουμε αν δούμε το έργο σαν έναν ύμνο στο πάθος του Έρωτα. Στον έρωτα προς τη ζωή, προς τη φύση, προς την τέχνη, προς έναν άνθρωπο, χωρίς να συγχέουμε αυτό το υπέρτατο υπαρξιακό αίσθημα μα τον σεξουαλισμό. Δεν είναι κρυπτομοφυλόφιλοι οι δυο ήρωες του έργου, που διστάζουν να εκδηλωθούν. Μόνο η σημερινή ευτέλιση του βίου δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ανθρώπινη σχέση χωρίς « κρεβάτι».
Ο θαυμασμός ή η εκτίμηση από έναν άντρα προς έναν άλλο, η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους, η ανάμιξη του ανταγωνισμού, αυτού πανίσχυρου ενστίκτου μεταξύ των αρσενικών, αυτή η μέχρι θανάτου μονομαχία, δεν έχει να κάνει καθόλου με ομοφυλοφιλία. Αντίθετα είναι δυο γνήσια αρσενικά που συγκρούονται σε έναν παροξυσμό αυτού που η επιστήμη ονομάζει δυαδική ψύχωση.
Καταπληκτική σύλληψη κι απ’ όσο ξέρω μοναδική στο παγκόσμιο δραματολόγιο.
Η διαπραγμάτευση ωστόσο δεν στέκεται στο ύψος του θέματος. Το έργο στη διεξαγωγή του πλατειάζει κουραστικά με αλλεπάλληλες κορυφώσεις και οξύνσεις που η μία υπονομεύει και εκτονώνει την άλλη. Με τον Θωμόπουλο συμβαίνει ότι με πολλούς συγγραφείς. Διστάζουν να απαγκιστρωθούν απ’ το γραπτό τους. Αιχμαλωτίζονται και δεν μπορούν να ξεφύγουν κι αυτό τους εμποδίζει να αντιληφθούν τις περιττολογίες. Στο πράγματι εξαιρετικό αυτό έργο περισσεύουν πολλές φλυαρίες που αφαιρούν απ’ δυναμική του.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Ασλανίδη έκανε σπατάλη σε εντάσεις και ρεαλιστικές υπερβολές με αποτέλεσμα να αποστρέψει την προσοχή του θεατή απ’ την υπαρξιακή πάλη και να την στρέψει στο χολυγουντιανό μπουνίδι. Λάθος μέγα. Κι ένα ακόμα λάθος πολύ βασικό. Βάζει τους δυο ήρωες, σε πολλά σημεία, να πλησιάζουν πολύ κοντά τα πρόσωπά τους σαν να πρόκειται να φιληθούν, δημιουργώντας έτσι στο θεατή την υπόνοια πως αυτοί είναι δυο ομοφυλόφιλοι που διστάζουν να εκδηλωθούν. Οι δυο ηθοποιοί Φάνης Κατέχος και Βασίλης Γιακουμάρος υπηρέτησαν με αυταπάρνηση (αναφέρομαι κυρίως στη σκηνή του πνιγμού) όλες τις κινηματογραφικές ακρότητες της σκηνοθεσίας. Η ερμηνεία των δυο νέων ωστόσο είχε και δύναμη και αλήθεια. Συνταρακτική, με την αυθεντική έννοια της λέξης.

Το σκηνικό της Κατερίνας Καμπανέλλη πειστικό και συνεπές στη ρεαλιστική αντίληψη της σκηνοθεσίας.
Και επειδή ανησυχώ μήπως δεν ήμουνα αρκετά σαφής θέλω εν κατακλείδι να τονίσω πως άλλο θέατρο και άλλο κινηματογράφος – κατ’ επέκταση και τηλεόραση – και να υποσημειώσω πως δεν έχω δει μέχρι σήμερα στο θέατρο κανέναν σκηνοθέτη της κάμερας και του πλατώ που να απαλλάσσεται από το κινηματογραφικό του σύνδρομο. Ούτε ο Κακογιάννης, ούτε ο Μαυρίκιος, ούτε ο Βαφέας, ούτε κανένας άλλος. Το ντεκουπάζ τους κυνηγάει.
Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ΙΟΥΛΙΑ, ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ

Ιουλία, γύρνα πίσω

Ομάδα ΟΚΤΩ – SOUL
Στη Σοφίτα

Αυτός που θα ελπίσει να συναντήσει τον Ντανίλο Κις στο έργο που με τ’ όνομά του και τον τίτλο του πρωτόλειου κειμένου του «Σοφίτα» (του έργου που η κριτική το χαρακτήρισε «Χωρίς κοινωνικές αναφορές παρακολουθούμε τους κυματισμούς και την εξομολόγηση μιας συνείδησης που αιμάσσει από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και τις υπαρξιακές αγωνίες, ενοφθαλμίζοντας στην ιστορία τα αδιέξοδα της ζωής του και την δημιουργική περιπέτεια της γραφής» ) παρουσιάζεται στον πάνω χώρο του Soul από την ομάδα «Οκτώ», θα απελπιστεί. Βέβαια στους τίτλους δηλώνεται πως πρόκειται για διασκευή αλλά και μ’ αυτή την προϋπόθεση τίποτα απ’ τον Γιουγκοσλαύο συγγραφέα δεν διατηρείται στην παράσταση. Αυτό βέβαια δεν είναι αθέμιτο. Συχνά, συχνότατα η σκηνοθετική διεξαγωγή απεξαρτάται απ’ το κείμενο και διατηρεί μόνο μια αναφορά στην αφετηρία των αυτοσχεδιασμών και την αναζητήσεων ενός διαφορετικού προσανατολισμού.
Δεν κατανόησα ωστόσο που σκόπευε το σκηνικό αποτέλεσμα της ομάδας «Οκτώ», δεν μπόρεσα ν’ αντιληφθώ ούτε και ποιοι κώδικες μας προτείνονταν για την επικοινωνία με το θέαμα, δεν έβγαλα κανένα νόημα απ’ τα λόγια και τις σκηνές, απ’ τις εμφανίσεις και τις μεταμορφώσεις, απ’ τις μετακινήσεις και τις στάσεις των προσώπων. Ούτε καν διέκρινα αυτά που διακρίνονται στο βιβλίο δηλαδή: «Ένα ερωτικό σονέτο -ένα ωραίο ερωτικό σονέτο- είναι ένα λιθόστρωτο πάνω στο τέλμα των τυποποιημένων λεξιλογίων. Μια μικρή νησίδα πάνω στην οποία μπορούμε να σταθούμε.»
Φαίνεται πάντως πως μια σκιώδης υπόθεση αγωνιζόταν να προβάλει και να αρθρωθεί και απ’ όσο κατάλαβα κάποιος άφησε κάποια και πήγε στον κόλπο των δελφινιών κι όταν γύρισε αυτή είχε πάρει τον κακό δρόμο. Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει ένα σεξουαλικό όργιο με πουριτανικό ένδυμα (αφού οι ταινίες του παληού ελληνικού σινεμά, στις σκηνές της πλαζ ήταν ενδυματολογικά περισσότερο απελευθερωμένες) με «καλοφασκιωμένα» τα κορίτσια της παρτούζας μη τυχόν και παρεξηγηθούν οι προθέσεις μας. Ναι μεν τολμηρότητα αλλά στα πλαίσια του επιτρεπτού. Μοναδική παρέκκλιση απ’ την ευπρέπεια το γλείψιμο στο…πρόσωπο (αηδία, να σαλιώνουν τα μάγουλα της ηθοποιού) ως ακραία σεξουαλική διαστροφή, τάχα. Κι εδώ χωράει απαιτητικό το ερώτημα τι θέλει να πει αυτό το έργο-παράσταση, κι ακόμα γιατί οι συντελεστές μόχθησαν, ξοδεύτηκαν, αναλώθηκαν να το ανεβάσουν;
Έχω ένα πρόβλημα, αγαπητοί μου. Ανησυχώ μήπως είμαι παρωχημένων αντιλήψεων. Μήπως αδυνατώ να κατανοήσω τα νέα ρεύματα. Μου έχει δημιουργήσει τραύμα που κάποιοι θεωρητικοί μου «χτύπησαν» πως το θέατρο μ’ έχει ξεπεράσει. Γι αυτό και τις αντιρρήσεις μου τις διατυπώνω με δισταγμό και σας παρακαλώ βάλτε τις απόψεις μου σε μια δοκιμασία και πηγαίνετε να δείτε το εν λόγω πόνημα και διορθώστε με. Ανακαλέστε με στη τάξη και κηρύξτε τις γνώνες μου σε καραντίνα.
Ανησυχώ όμως μήπως, παρ’ όλα αυτά έχω κάποιο δίκιο και το θέατρο τραβάει πράγματι δρόμο χαώδη και αλλοπρόσαλλο και με το πρόσχημα των τάχα ανανεωτισμών πορεύεται σε σημείο άγονο και στείρο.
Άδικα ωστόσο ανησυχώ γιατί έχει αποδειχθεί πως το θέατρο είναι φτιαγμένο από ανθεκτικά υλικά και διατηρείται αλώβητο πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Στο κάτω κάτω τέτοιες παραστάσεις αποτελούν μια πρόκληση η αν θέλετε ένα στοίχημα. Επειδή άνθρωποι είναι αυτοί που το φτιάχνουν όπως κι αυτοί που το βλέπουν, άνθρωποι που στοχάζονται, αισθάνονται και πάσχουν, αν λοιπόν μέσα απ’ αυτή η άλλη θεατρική πρόταση, δυνηθούν να επικοινωνήσουν τότε η παράσταση είναι δικαιωμένη.
Δεν εξέλειπε μόνο ο Ντανίλο Κις απ’ τη συγκεκριμένη παράσταση, απουσίασε και η Ιουλία Σιάμου, η ευαίσθητη, η ευρηματική, η ευφάνταστη, η Ιουλία που προκαλούσε άλλοτε έναν εσωτερικό λυγμό και μια αισθητική συγκίνηση με τα σκηνικά της ποιήματα. Αδύνατο να πιστέψω πως όλες τις εξαίσιες σκηνές της παράστασης «Το αμάρτημα της μητρός» και των «Αργοναυτικών», αυτά τα εξαίσια σκιρτήματα ποιητικού ρεαλισμού (αυτά όλα που με είχαν ενθουσιάσει και την πρότεινα για τα βραβεία Κουν) έδωσαν τη θέση τους στα ευτελή και ανόητα, όπως η κοπέλα με το ταγιέρ που αυνανίζεται. Παιδιά, πως μπορείτε να καταβαραθρώνετε έτσι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα;
Ιουλία νομίζω παραπλανήθηκες, γύρνα πίσω.

Γιώργος Χατζηδάκης